14 April 2017

Το φαινόμενο Ανδρέα Παπανδρέου

Ένας διάλογος με τον γνωστό πανεπιστημιακό και συγγραφέα για το φαινόμενο Ανδρέας Παπανδρέου με αφορμή την έκδοση δύο εύληπτων βιβλίων για τον αμφιλεγόμενο και χαρισματικό πολιτικό που διαμόρφωσε τη νεότερη Ελλάδα.
του Θοδωρή Αντωνόπουλου,  lifo.gr, 10.4.2017
Τόσο όσοι ζήσαμε τη δεκαετία του '80 στα καλύτερα και στα χειρότερά της όσο και όσοι είδαμε, ακούσαμε και διαβάσαμε γι' αυτή χάρη στο πρόσφατο "revival" που τόσες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις πυροδότησε, συμφωνούμε νομίζω απολύτως στο εξής: Είναι αδιανόητο να αναφερθείς στην εποχή αυτή δίχως να μνημονεύσεις τον πολιτικό ηγέτη που κυριάρχησε τότε και που λατρεύτηκε όσο λίγοι.
Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει κανείς γι΄ αυτόν, ο Ανδρέας Παπανδρέου σημάδεψε ανεξίτηλα τα χρόνια εκείνα με τον λόγο, τα έργα και τις πράξεις του. Με τον χαρακτήρα, τα βιώματα, τις ιδέες, τη δράση, την προσφορά, τις αντινομίες και το συνολικότερο «ψυχογράφημα» του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού της χώρας επί 11 συνολικά έτη καταπιάνεται στα δύο βιβλία που μόλις εξέδωσε ο πανεπιστημιακός Θάνος Βερέμης, αφιερώνοντας το πρώτο αποκλειστικά σε εκείνον και συμπεριλαμβάνοντάς τον στους έξι επιδραστικότερους ηγέτες της νεοελληνικής ιστορίας στο δεύτερο.
Έχοντας γνωρίσει προσωπικά τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρακολουθήσει από κοντά την πορεία του και ανατρέξει, παράλληλα, στις ουκ ολίγες αναφορικά με το πρόσωπό του εκδόσεις που έγιναν ως τώρα, καταφέρνει να σκιαγραφήσει με αρκετά ικανοποιητική απλότητα, πιστότητα και αντικειμενικότητα το πορτρέτο του «ήρωά» του αλλά και των ιστορικών περιόδων στις οποίες πρωταγωνίστησε – περίοδοι που δίχως τη γνώση τους θα δυσκολευόμασταν πολύ να κατανοήσουμε το τι, το πώς και το γιατί της σημερινής, πολύ λιγότερο αισιόδοξης αλλά σίγουρα ρεαλιστικότερης «κατάστασης πραγμάτων».
Ιδού λοιπόν το «απόσταγμα» της ενδιαφέρουσας περί Ανδρέα κουβέντας με τον ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτή του ΕΛΙΑΜΕΠ ένα ηλιόλουστο, ανοιξιάτικο, καταπράσινο σαν μακέτα παλιάς αφίσας του ΠΑΣΟΚ πρωί στα γραφεία του Ιδρύματος στη Βασιλίσσης Σοφίας. Μιας λεωφόρου που στα χρόνια της παντοδυναμίας του Ανδρέα πλημμύριζαν, θυμάμαι, σε κάθε προεκλογική περίοδο αλλά και στην καθιερωμένη πορεία για το Πολυτεχνείο προς την αμερικανική πρεσβεία μυριάδες κόσμου, αποθεώνοντας τον διάπυρο κήρυκα της «Αλλαγής» - μιας «Αλλαγής» που, τρεις δεκαετίες μετά, εξακολουθεί να παραμένει ως προς την κυριολεξία της έννοιας το μεγάλο, χιμαιρικό σχεδόν ζητούμενο σε τούτο τον τόπο.  
    Πώς προέκυψε να «εκδώσετε» τον Ανδρέα Παπανδρέου σε δύο, ουσιαστικά, βιβλία;
Είχα κατά νου να γράψω για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ καιρό τώρα και όταν μου το ζήτησαν, ανταποκρίθηκα αμέσως. Πρόκειται άλλωστε για έναν χαρισματικό πολιτικό που σημάδεψε τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, μια προσωπικότητα ιδιαίτερη την οποίο παρακολούθησα, διάβασα, άκουσα αλλά και γνώρισα από κοντά. Στο «Δόξα & Αδιέξοδα» (εκδ. Μεταίχμιο) τον αντιμετωπίζω κυρίως θεσμικά, στο «Ανδρέας Παπανδρέου-μεγάλες προσδοκίες» (εκδ. Πατάκης) επιχειρώ ένα πιο «εκ βαθέων» ψυχογράφημα του ανδρός σύμφωνα και με τις μαρτυρίες ανθρώπων που τον έζησαν. 
    Ήταν γράφετε από μικρός ένα «ευαίσθητο παιδί»...
Αναμφίβολα, η σχέση άλλωστε με τον πατέρα του ήταν προβληματική και ο ίδιος ο «γέρος» μάλλον επιπόλαιος στη συμπεριφορά του απέναντί του. Όταν π.χ. ο νεαρός Ανδρέας είχε κάνει την «αποκοτιά» να κυκλοφορήσει ένα σοσιαλιστικό περιοδικό στο Κολέγιο Αθηνών επί Μεταξά και ο διευθυντής του Κολεγίου Όμηρος Ντέιβις, ένας μάλλον φιλελεύθερος άνθρωπος χωρίς «μικρόβιο» αντικομμουνιστικό είχε καλέσει τον πατέρα του με σκοπό να «κουκουλώσουν» το θέμα, ο Γεώργιος δεν συναίνεσε, αντίθετα το εξέλαβε ως επίθεση εναντίον του ιδίου εξαιτίας της πολιτικής του δράσης.
Ο νεαρός Ανδρέας είχε επίσης βιώσει εγκατάλειψη και γι΄ αυτό «εκδικήθηκε» αργότερα τον πατέρα του εμπλεκόμενος στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ (Μάιος ΄65) που συνέβαλε στην εκδήλωση της «αποστασίας» και τελικά στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Αλλά και νωρίτερα, όταν έμαθε ότι ο Γεώργιος είχε καταφέρει να έλθει σε κάποιο συμβιβασμό με τον βασιλιά και τον Κανελλόπουλο της ΕΡΕ, ο Ανδρέας έσπευσε να το καταγγείλει δημόσια απαξιώνοντας τις «μυστικές συναντήσεις» και προτείνοντας «κυβέρνηση πεζοδρομίου»! «Μα τι κάνεις, θα μας καταστρέψεις!», τον είχε «μαλώσει» τότε ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου και τότε μόνο ο Ανδρέας «μαζεύτηκε», δίχως όμως και να μεταβάλλει τις απόψεις του.
— Φταίει σαν να λέμε εκείνος για την αποστασία και τη χούντα που ακολούθησε;
Δεν είπα αυτό, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης βαραίνει σαφώς το παλάτι που επέδειξε αυταρχισμό, ανωριμότητα και επιπολαιότητα, ωστόσο στην εξέλιξη αυτή είχε συμβάλει και ο Ανδρέας με τους τυχοδιωκτισμούς του – άθελά του, βεβαίως.  
 Έχει ενδιαφέρον πάντως ότι τα είκοσι χρόνια που έζησε στην Αμερική, ελάχιστο ενδιαφέρον είχε εκδηλώσει για την πολιτική.
Πράγματι. Ουσιαστικά στην πολιτική αρένα τον «έσπρωξαν» να βγει επιστρέφοντας στην Ελλάδα τόσο η επιθυμία του να τη «βγει» στον πατέρα του όσο και οι προτροπές του Πάνου Κόκκα, εκδότη της εφημερίδας Ελευθερία με τον οποίο αργότερα βρέθηκαν απέναντι εφόσον ο Κόκκας από ένθερμος υποστηρικτής του Γεώργιου Παπανδρέου έγινε «μητσοτακικός» μετά την αποστασία.
— Η δική σας γνωριμία μαζί του;
Τον πρωτοσυνάντησα τέλη δεκαετίας του '70, όταν ακόμα ήταν στην αντιπολίτευση. Ήταν άνθρωπος εντυπωσιακός, επιβλητικός αλλά ταυτόχρονα προσιτός. Ήξερε καταρχήν να ακούει τον συνομιλητή του, αρετή σπάνια για πολιτικό. Σε πρόσεχε, έδινε βάρος σε ό,τι του έλεγες, σε προκαλούσε κιόλας να εκφράσεις την άποψή σου. Ταυτόχρονα σε ψυχολογούσε – ήταν εξίσου καλός σε αυτό – και σου αποκρινόταν αυτό ακριβώς που ήθελες να ακούσεις! Πράγμα βέβαια που τον έκανε άριστο δημεγέρτη.
Ήταν επίσης εύστροφος, ευφυέστατος, μεγάλος οραματιστής αλλά παράλληλα ασταθής κι απρόβλεπτος, κάτι που οφειλόταν στις καταθλιπτικές του τάσεις και τον διπολισμό του τον οποίο γνώριζαν τόσο η πρώτη του σύζυγος, η ψυχολόγος Χριστίνα Ρασσιά που το '92 εξέδωσε κι ένα βιβλίο γι΄ αυτόν όσο και οι προσωπικοί του γιατροί, ο Παρασκευάς Αυγερινός και ο Κώστας Στεφανής. Σύμφωνα π.χ. με τον Αυγερινό, λίγο πριν τον θρίαμβο του '81 ο Ανδρέας βρισκόταν σε άθλια κατάσταση επειδή είχε «υποχρεωθεί» – ύστερα από «ορμήνεια» του Μένιου Κουτσόγιωργα – να χωρίσει με τη Βάσω Παπανδρέου (με την οποία διατηρούσε παράλληλη σχέση) προκειμένου να μην «αμαυρωθεί» η πολιτική του καριέρα.
— Κάτι που δεν συνέβη χρόνια αργότερα με τη Δήμητρα Λιάνη...  
Όχι γιατί τη δεκαετία του '90 είχαν αλλάξει πια αρκετά τα ήθη ενώ ο ίδιος ήταν πια ένας καταξιωμένος, λαοπρόβλητος ηγέτης που «μιλούσε» στο θυμικό πολλών έχοντας δίπλα του μια όμορφη και πολύ νεότερή του γυναίκα.
— Ήταν όντως τόσο «γυναικάς» όσο φημολογούνταν;
Αυτό ίσχυε σίγουρα για τον πατέρα του που υπήρξε μεγάλος «μουρντάρης», όμως η περίπτωση του Ανδρέα ήταν διαφορετική: όντας βαθιά συναισθηματικός, ερωτευόταν πραγματικά τις γυναίκες με τις οποίες «έμπλεκε», δεν είχε δηλαδή καθόλου συμπεριφορά «Καζανόβα»! Αυτό άλλωστε που αναζητούσε δεν ήταν τόσο το πάθος όσο η αγάπη, είτε επρόκειτο για την αγάπη των γυναικών είτε των κομματικών του στελεχών είτε των ψηφοφόρων του. Μια διαπίστωση που απλώς συμπληρώνει την εικόνα ενός ευπαθούς οργανισμού που προσπαθούσε να ρυθμίσει τη ζωή του με το να είναι διαρκώς αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας.
  Για ποια πράγματα θα άξιζε να τον μνημονεύουμε με πρόσημο θετικό;
Άλλοτε με ορθούς, άλλοτε με λάθος τρόπους, είναι γεγονός ότι προσέδωσε σημασία, αυτοπεποίθηση και περηφάνια στον «μικρό» άνθρωπο, τον μεροκαματιάρη, τον μη προνομιούχο. Πυροδότησε άλλωστε με τις πολιτικές του τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα και αναδιανομή εισοδήματος που συνέβη μεταπολεμικά, κάτι που βέβαια στηρίχθηκε στις ανεξέλεγκτες παροχές και τον διαρκή δανεισμό. Αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση, καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο και προώθησε σημαντικά την ισότητα των γυναικών, μολονότι σε ελάχιστες εμπιστεύθηκε κυβερνητικές θέσεις. Επί των ημερών του κατοχυρώθηκαν επίσης σημαντικά εργασιακά δικαιώματα, ταυτόχρονα όμως έγινε καθεστώς ο κρατικοδίαιτος κομματικός συνδικαλισμός.  
—  Η σχέση του με την ΕΟΚ-ΕΕ;
Υποστηρίζεται σήμερα ότι η κριτική που της ασκούσε τότε αποδείχθηκε εν μέρει, τουλάχιστον, σωστή. Στις αναλύσεις και τις διαπιστώσεις πάντα διακρινόταν o Ανδρέας, όχι όμως και στις ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Εχθρικός στην αρχή - «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», τις «απειλές» για δημοψήφισμα και έξοδο -, μεταστράφηκε σαν διαπίστωσε ότι ΕΟΚ σήμαινε επίσης εύκολο χρήμα (ΜΟΠ κ.λπ.) το οποίο όχι απλώς δεν αρνούνταν αλλά το απαιτούσε κιόλας. Ήταν δυστυχώς ο «εισηγητής» της τέχνης της διεκδικητικής επαιτείας. Μιλούσε απαξιωτικά για τις «κοινοτικές ντιρεκτίβες» αλλά καλοδεχόταν τα κοινοτικά κεφάλαια, τα οποία κιόλας στο μεγαλύτερο μέρος τους κατασπαταλήθηκαν από επιτήδειους και ημέτερους αντί να διοχετευθούν στη δημιουργία υποδομών και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
  Δεν υπάρχουν ωστόσο στοιχεία ότι ο ίδιος ο Ανδρέας καταχράστηκε χρήματα, παρότι βρέθηκε μπλεγμένος στο σκάνδαλο Κοσκωτά.
Σίγουρα όχι, δεν είχε άλλωστε ανάγκη για κάτι τέτοιο. Δεν ήταν καν ο άνθρωπος που «θα τα τσέπωνε», που λέμε. Και όποτε βρέθηκε σε χρεία, όπως στην επέμβαση καρδιάς στο Χέρφιλντ το '88 ή κατά την αγορά της περίφημης βίλας στην Εκάλη, έσπευσαν αμέσως ιδιώτες φίλοι του που στην πρώτη περίπτωση κάλυψαν πρόθυμα όλα τα έξοδα, στη δεύτερη τον δάνεισαν αφειδώς και άτοκα. Η «αγάπη του λαού» ήταν ο δικός του πλούτος και πράγματι οι ψηφοφόροι του, ο απλός κόσμος τον αγάπησε όσο κανέναν πολιτικό. Ακόμα και σήμερα συναντάς φανατικούς του λάτρεις – προχθές έξω από τον Ευαγγελισμό διασταυρώθηκα με έναν ηλικιωμένο που αναγνωρίζοντάς με κι έχοντας προφανώς υπόψη το βιβλίο μου άρχισε να μου φωνάζει «τι είναι αυτά που γράφεις, δεν ντρέπεσαι, ποιος είσαι εσύ που θα μιλήσεις για τον Ανδρέα!..». Ανέχθηκε, ωστόσο, την «κουτάλα» υψηλόβαθμων στελεχών του όπως ο Νο2 του ΠΑΣΟΚ, ο Άκης Τσοχατζόπουλος – όχι μόνο δεν τα έλεγχε αλλά ανεχόταν κιόλας σιωπηλά το να παρακρατούν για εαυτούς κομμάτι από την «πίτα»!
  Μεγαλύτερό του σφάλμα ποιο θεωρείτε;
Την οικονομική του πολιτική. Παρότι διαπρεπής οικονομολόγος, ήταν ακριβώς ο τομέας όπου απέτυχε περισσότερο, μεταθέτοντας μάλιστα τις ευθύνες του στους εκάστοτε υπουργούς Οικονομικών – δεν είναι τυχαίο που άλλαξε τόσους! Επένδυσε στον αφειδή δανεισμό και την παροχολογία αντί για τη δημιουργήσει αναπτυξιακές υποδομές, να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση και να μειώσει τις υπέρογκες κρατικές δαπάνες, φοβούμενος το πολιτικό κόστος. Αλλά πώς να πορευτείς σωστά όταν έχεις μεν αύξηση 3-4% στις εξαγωγές αλλά πάνω από 20% στις εισαγωγές; Μετέθετε οπότε διαρκώς το πρόβλημα ώσπου γιγαντώθηκε, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε αναπόφευκτα στη σημερινή κατάσταση. Όχι βέβαια πως ήταν αποκλειστική του ευθύνη, όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις «βάλανε το χεράκι τους» για να φτάσουμε ως εδώ...
Ευνόησε έτσι, επίσης, τη διόγκωση του λεγόμενου πελατειακού κράτους. Άλλο του «ελάττωμα» ήταν η ροπή στον λαϊκισμό, έναν αμερικανικού τύπου λαϊκισμό που εξυμνεί το μεγαλείο του «απλού ανθρώπου» (ό,τι δηλαδή ακριβώς κάνει σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ!) και που εξέθρεψε, επιπλέον, ιδιαίτερα απεχθή φαινόμενα όπως η εφημερίδα Αυριανή. Ήταν επίσης ισχυρογνώμων και απρόβλεπτα διπρόσωπος – μπορούσε να σε διαβεβαιώσει για κάτι πράττοντας την επομένη το ακριβώς αντίθετο. Επεδίωκε βεβαίως να περιστοιχίζεται από απολύτως έμπιστα άτομα που δεν επρόκειτο ποτέ να τον αμφισβητήσουν (Μένιος, Άκης, Λαλιώτης, Κατσιφάρας, Λιβάνης...) και δεν ανεχόταν «μύγα» στο σπαθί του. «Μυστήρια» παραμένει εντούτοις η σχέση του με τον Κώστα Σημίτη με τον οποίο είχαν διαφωνήσει επανειλημμένα, τον είχε πάψει κι από υπουργό, όμως ποτέ δεν τον απομάκρυνε από το κόμμα όπως συνέβη με άλλους διαφωνούντες. Μάλιστα τόσο ο Γιώργος Παπανδρέου ο νεότερος όσο κι ο Νίκος, ο μικρότερος γιος του Ανδρέα στήριξαν τον Σημίτη όταν διεκδίκησε και κέρδισε από τον «εκλεκτό» του πατέρα τους Άκη την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (1996), μια είδηση που ο Ανδρέας υποδέχθηκε με τη φράση «α μάλιστα, αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον!».
  Αλλά η δεύτερη περίοδος του Ανδρέα στην εξουσία (1993-96) ανέδιδε γενικότερα μια εικόνα παρακμής...
Πράγματι, άλλωστε τα χρόνια εκείνα ήταν ήδη «σκιά» του παλιού του εαυτού. Είχε μεν «ωριμάσει» περισσότερο πολιτικά, ήταν όμως πια αρκετά άρρωστος. Εργαζόταν πλέον ελάχιστα και δεν έλεγχε την κατάσταση, έχοντας ουσιαστικά αφεθεί στο νέο του «περιβάλλον» που αποτελούσαν αστρολόγοι και χαρτορίχτρες! Είχε μάλιστα καταφύγει σε μια διάσημη σε αυτούς τους κύκλους «ξεματιάστρα» αρμένικης καταγωγής που τύχαινε να γνωρίζω, όντας θεία του κουμπάρου μου και η οποία είχε αναλάβει μετά την πρώτη τους συνάντηση να τον ξεματιάζει εξ αποστάσεως όποτε εμφανιζόταν στην τηλεόραση. Όχι, δεν είχε «ξεμωραθεί», ούτε ήταν κάτι που «επέβαλε» η Δήμητρα – σύμφωνα με τον Αδαμάντιο Πεπελάση, που τον γνώριζε καλά από παλιά, ο Ανδρέας είχε ανέκαθεν μια ροπή προς τη μεταφυσική, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό στους μη γνώστες. Φαίνεται δε ότι τα «ξόρκια» της κυρίας Σοφίας, όπως την αναφέρω στο βιβλίο, είχαν αποτέλεσμα γιατί της έστειλε δώρο ένα μεγάλης αξίας σερβίτσιο ενώ «τακτοποίησε» και την παντρεμένη με Ιταλό ανιψιά της στο ελληνικό προξενείο της Νάπολης! 
—  Δεν ήταν πάντως και πολύ φίλος της λεγόμενης υψηλής κουλτούρας.  
Αυτό αληθεύει. Δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις τέχνες, ούτε διάβαζε πέρα από οικονομικά ή πολιτικά βιβλία. Δεν σύχναζε στο Ηρώδειο, στην Επίδαυρο, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις γενικότερα, προτιμούσε πιο λαϊκά «δρώμενα». Του άρεσαν πολύ οι καουμπόικες ταινίες, τα γουέστερν κι όσο για τις μουσικές του προτιμήσεις, κινούνταν από τα αρχοντορεμπέτικα μέχρι τα βαριά λαϊκά, Ρίτα Σακελλαρίου, Μητροπάνο, Τόλη Βοσκόπουλο (του οποίου μάλιστα έγινε κουμπάρος), τέτοια. Είχε δε μάθει να χορεύει καλό ζεϊμπέκικο - πέρα από τα γούστα του, ήθελε να δείχνει ότι διέθετε κι αυτός αυθεντική λαϊκή κουλτούρα, παρότι βέβαια η ανατροφή του ήταν ενός καθώς πρέπει κολεγιόπαιδου και η μητέρα του, κοντά στην οποία μεγάλωσε, υπόδειγμα κυρίας της καλής κοινωνίας – σε αυτή μάλιστα οφείλονται οι καλοί τρόποι που τον διέκριναν, σε αντίθεση π.χ. με τον πιο «αγροίκο» Κωνσταντίνο Καραμανλή.  
  Τι γνώμη είχε άραγε για τους δύο κύριους πολιτικούς του αντιπάλους, Κωνσταντίνο Καραμανλή και Κώστα Μητσοτάκη;
Τον δεύτερο τον μισούσε, δεν του είχε ποτέ συγχωρήσει την αποστασία του '65 και το εξέφραζε αυτό σε κάθε ευκαιρία. Τον πρώτο ωστόσο τον εκτιμούσε και τον σεβόταν, παρά τις συχνές «κόντρες» τους. «Ο Καραμανλής, αυτός ναι, μπορεί να είναι δεξιός αλλά είναι σπουδαίος πολιτικός, ξεχωρίζει», μου είχε πει κάποτε. Εκείνος άλλωστε ήταν που, σε μια προσπάθειά του να προσεγγίσει το Κέντρο είχε προτείνει το '61 στον Γεώργιο Παπανδρέου να καλέσει τον Ανδρέα να επιστρέψει στην Ελλάδα ως επικεφαλής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), όπως κι έγινε.   
  Και είδαμε τα χρόνια της κρίσης το κραταιό, κάποτε, κόμμα που είχε δημιουργήσει ευαγγελιζόμενος την «Αλλαγή», που έφτασε να το ψηφίζει η μισή Ελλάδα και που κυβέρνησε έντεκα ολόκληρα χρόνια να κατρακυλάει σε μονοψήφια ποσοστά.
Ναι, το ΠΑΣΟΚ «τιμωρήθηκε» σκληρότερα από κάθε άλλο κόμμα, ίσως επειδή ήταν εκείνο που είχε δώσει τις περισσότερες υποσχέσεις. Δεν είχε όμως επίσης ανθρώπους, δεν είχε δηλαδή –πλην εξαιρέσεων όπως οι Πεπονής, Αυγερινός, Αρσένης, Σημίτης και μερικοί άλλοι– τίποτα σοβαρά στελέχη, ούτε διέθετε ουσιαστικά στηρίγματα στην κοινωνία. Είχε βασικά πιστούς και «παρατρεχάμενους». Ο δε Γιώργος Παπανδρέου που διαδέχτηκε τον Σημίτη, ήταν μεν συμπαθής και ανοικτών οριζόντων άνθρωπος αλλά εντελώς ακατάλληλος γι΄αυτή τη θέση, είναι λίγο αυτό που λέμε «στον κόσμο του». Δεν ξέρω τι πολιτικό μέλλον μπορεί να έχει πια το ΠΑΣΟΚ, όμως και η τωρινή του πρόεδρος δεν έχει να επιδείξει κάτι ιδιαίτερο και πιθανότατα δεν θα βρισκόταν καν τη θέση αυτή αν δεν ήταν κόρη του Γιώργου Γεννηματά, ιστορικού στελέχους του κόμματος.
Πόσο λέτε στέκει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι «ο νέος Ανδρέας» και ο Σύριζα «το νέο ΠΑΣΟΚ», όπως συχνά ακούμε;
Α, αυτά είναι αστειότητες. ΠΑΣΟΚ και Σύριζα είναι δημιουργήματα διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, παρότι βέβαια θα συναντήσεις στις τάξεις του δεύτερου στελέχη και ψηφοφόρους του πρώτου. Ο Τσίπρας, τώρα, έχει πράγματι «αντιγράψει» κάποια πράγματα από τον Ανδρέα όπως τη διχαστική συνθηματολογία, τον «τσαμπουκά», την απεύθυνση στο θυμικό του ακροατή, τον θυμίζει συχνά και στον τόνο της φωνής, πρόκειται όμως για πολύ διακριτές περιπτώσεις και μεγέθη. Εκτός αυτών, ο σημερινός πρωθυπουργός δεν έχει εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να επαναλάβει ένα «Τσοβόλα, δώσ΄ τα όλα!» και να επενδύσει πολιτικά πάνω σε αυτό.
Επαναδιατυπώνοντας το ερώτημα που θέτετε στο τελείωμα του βιβλίου Δόξα και Αδιέξοδα, γιατί ο αναμφίβολα χαρισματικός και λαοφιλής Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε να μείνει στην ιστορία σαν ριζοσπάστης και όχι σαν αναμορφωτής;
Το εν λόγω ερώτημα ήταν βέβαια ρητορικό! Ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε εκ των υστέρων. Σίγουρα πάντως επέλεξε εκείνον το ρόλο που ανταποκρινόταν καλύτερα στον χαρακτήρα και τον ψυχισμό του. Οπότε, αντί να εξελιχθεί σε έναν μεγάλο "mainstream" ηγέτη, προτίμησε συνειδητά να υποδυθεί τον επαναστάτη χωρίς αιτία.
  Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη δεκαετία του '80, εποχή της ανάδειξης, της πολιτικής κυριαρχίας αλλά και της πρώτης «πτώσης» του Ανδρέα, εποχή επίσης την οποία σημάδεψε ανεξίτηλα η παρουσία του. Ήταν όντως πιστεύετε τόσο σημαντική;
Οπωσδήποτε ναι. Τότε ουσιαστικά ζήσαμε τη «μεταχούντα», τότε εκτονώθηκε όλη εκείνη η «έξαρση οργής» που είχε συσσωρευθεί την επταετία, τότε φάνηκαν κι έγιναν πράγματα που στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης συνέβαιναν ήδη όσο εδώ ήμασταν «στον γύψο». Ακόμα και σε ψυχολογικό καθαρά επίπεδο, το γεγονός ότι κυβερνούσε για πρώτη φορά μεταπολεμικά η Αριστερά –διότι το 1981 είχαμε στην πραγματικότητα την πρώτη αριστερή κυβέρνηση, όχι το 2015– είχε έναν αντίκτυπο πολύ θετικό. Ναι, ισχύει ότι τα 80's ήταν, τρόπον τινά, τα ελληνικά 60's. Υπό την έννοια αυτή, οπότε, ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε ο «Τζέιμς Ντιν» τους!