03 July 2016

Όταν ο ήλιος ανέτειλε...

αλλά οι τράπεζες δεν άνοιξαν.

του Γιάννη Παπαδογιάννη, Καθημερινή, 3/7/2016

Τη Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015 συνέβη κάτι που ο πρώην υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης είχε χαρακτηρίσει τόσο πιθανό να συμβεί «όσο να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος». Αν και ο ήλιος ανέτειλε κανονικά, στις 06.05, ωστόσο οι τράπεζες παρέμειναν κλειστές. Για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση επιβλήθηκε ειδική τραπεζική αργία για 20 ημέρες και περιορισμοί στην κίνηση των κεφαλαίων.

Η επιβολή των capital controls έγινε με το τυπικό μοτίβο Βαρουφάκη. Μιλώντας σε κάποιο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του BBC την Παρασκευή 28 Ιουνίου, ανέφερε ότι η κυβέρνηση εξέταζε την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών και το κλείσιμο των τραπεζών. Οταν το θέμα έγινε γνωστό στην Ελλάδα, το διέψευσε και κατόπιν είπε ότι οι δηλώσεις του παρερμηνεύτηκαν ξεκαθαρίζοντας ότι η κυβέρνηση δεν συμφωνεί με την επιβολή περιορισμών. Λίγες ώρες μετά, υπογραφόταν το σχετικό προεδρικό διάταγμα.

Τα capital controls αποτέλεσαν την κατάληξη της περίφημης διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα για το «σκίσιμο των μνημονίων», την κατάργηση της «εξωθεσμικής τρόικας», τη «διαγραφή του χρέους», τον «τερματισμό της λιτότητας», την «αλλαγή πολιτικής στην Ευρώπης» κ.ά. Μετά την εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διακατεχόταν από μια μεσσιανική αντίληψη ότι μπορεί να αλλάξει τα πάντα, ποντάροντας τα πάντα στην τουλάχιστον αμφιλεγόμενη άποψη ότι «στο τέλος θα μας δώσουν τα λεφτά γιατί δεν τους συμφέρει να διαλύσουμε την Ευρωζώνη (Αλέκος Φλαμπουράρης, 9-4-2015)». Ο καιρός περνούσε και η ολοκλήρωση της συμφωνίας μεταφερόταν από εβδομάδα σε εβδομάδα και από μήνα σε μήνα. Έτσι περίπου 5 μήνες μετά τις εκλογές, συμφωνία δεν υπήρχε, οι καταθέσεις μειώνονταν με ταχύτητα (χάθηκαν 45 δισ. σε λίγους μήνες) και η ανησυχία για τον κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ κυριαρχούσε.

Τον Ιούνιο παγιδευμένη στις αυταπάτες της η κυβέρνηση επιχείρησε να παίξει το τελευταίο της χαρτί: το χαρτί της ρήξης! Ο πρωθυπουργός μιλώντας στις 16 Ιουνίου σημείωσε ότι «η εμμονή των θεσμών σε ένα πρόγραμμα περικοπών που έχει πασιφανώς αποτύχει» είναι πιθανό πως «εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες καθώς και ένα πολιτικό σχέδιο για την ταπείνωση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και την ταπείνωση ενός ολόκληρου λαού», και άφησε ανοιχτή την προοπτική ρήξης σημειώνοντας ότι «χωρίς καμία απολύτως ρύθμιση του χρέους, δεν αφήνεται κανένα περιθώριο επιλογής στο ελληνικό Κοινοβούλιο, όχι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στην ελληνική κυβέρνηση».

Το φλερτ με την καταστροφή προκάλεσε την παρέμβαση της ΤτΕ και στις 17 Ιουνίου προειδοποίησε ότι «η αποτυχία στις διαπραγματεύσεις θα είναι η αρχή μιας επώδυνης πορείας που θα οδηγήσει αρχικά σε πτώχευση και τελικά στην έξοδο της χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ και –πιθανότατα– από την Ε.Ε.». Και ενώ η χώρα βρισκόταν αντιμέτωπη με τον κίνδυνο άτακτης χρεοκοπίας, στις 19 Ιουνίου ο πρωθυπουργός ταξίδεψε για δεύτερη φορά στη Ρωσία όπου προχώρησε σε μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη τοποθέτηση-προαναγγελία ρήξης. «Ολοι το γνωρίζετε τώρα, αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη μέση μιας μεγάλης φουρτούνας.

Αλλά είμαστε ένας λαός της θάλασσας που ξέρει να βγαίνει από φουρτούνες και κυρίως δεν φοβάται να ανοιχτεί σε μεγάλα πελάγη, σε καινούργιες θάλασσες, προκειμένου να φτάσει σε νέα και πιο ασφαλή λιμάνια».

Ωρες μόνο μετά την ομιλία του πρωθυπουργού, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ ανακοίνωσε τη σύγκληση έκτακτης Συνόδου Κορυφής για την Ελλάδα πραγματοποιώντας μια εξαιρετικά απειλητική δήλωση-τελεσίγραφο: «Δεν υπάρχει χρόνος για κανένα παιχνίδι. Είναι η πραγματικότητα και θα έχει συνέπειες πρώτα απ’ όλα για τον ελληνικό λαό. Στόχος της συνόδου είναι να βεβαιωθούμε ότι ο ένας καταλαβαίνει τις θέσεις του άλλου και τις συνέπειες των πράξεών μας. Να φύγουν οι ψευδαισθήσεις ότι θα υπάρξει μαγική λύση».

Λύση δεν υπήρξε. Την Παρασκευή 26 Ιουνίου ήταν η τελευταία ημέρα που οι τράπεζες λειτούργησαν κανονικά. Το απόγευμα της 26ης Ιουνίου έληξε η διορία της Ε.Ε. προς την ελληνική πλευρά για την αποδοχή της πρότασής της και αργά το απόγευμα ο πρωθυπουργός προχώρησε στην προκήρυξη δημοψηφίσματος για την 5η Ιουλίου. Την ίδια στιγμή η ΕΚΤ ενημέρωνε ότι διακόπτει την υποστήριξη της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών. Κάπως έτσι τα capital controls μπήκαν στη ζωή μας.

Η επιστροφή στην ύφεση
Χωρίς χρονοδιάγραμμα για άρση των περιορισμών

Εναν χρόνο μετά την επιβολή των capital controls, τα προβλήματα στην πραγματική οικονομία και στις τράπεζες παραμένουν τεράστια. Η χώρα βρίσκεται καθηλωμένη σε κατάσταση μηχανικής υποστήριξης. Το χειρότερο όλων είναι ότι ακόμα δεν υπάρχει ορατότητα, πολύ περισσότερο χρονοδιάγραμμα, για το πότε θα αποσυρθούν τα capital controls. Και όπως υπογραμμίζουν επιτελικά στελέχη τραπεζών, είναι αστεία η κουβέντα για την προσέλκυση μεγάλων ξένων άμεσων επενδύσεων, καταθέσεων και επιστροφή της χώρας σε ανάπτυξη όσο παραμένουν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί.

Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η περιβόητη «γενναία διαπραγμάτευση» είχε ένα κόστος: τα 86 δισ. του 3ου μνημονίου και τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, που επιβλήθηκαν μετά την εκροή 45 δισ. σε καταθέσεις. Στην πραγματικότητα το κόστος είναι κατά πολύ μεγαλύτερο καθώς το 2015 εν πολλοίς η οικονομία εκτροχιάστηκε. Το 2014 έκλεισε με αύξηση του ΑΕΠ και σύμφωνα με την Ε.Ε. το 2015 θα ήταν έτος ισχυρής ανάπτυξης με ρυθμό άνω του 2%. Ωστόσο η πολιτική αβεβαιότητα, οι πρόωρες εκλογές και οι επιπτώσεις της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης οδήγησαν την οικονομία και πάλι σε ύφεση. Η μικρή αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τέλος του 2014 ανατράπηκε και τα capital controls οδήγησαν σε νέο άλμα τα «κόκκινα» δάνεια που πλέον ξεπερνούν αισθητά τα 100 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες το φθινόπωρο του 2015 υποχρεώθηκαν σε νέα, την τρίτη τα τελευταία χρόνια, ανακεφαλαιοποίηση ενώ όσοι μετείχαν στις προηγούμενες αυξήσεις κεφαλαίου έχασαν τα κεφάλαιά τους. Η επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών είχε ως αποτέλεσμα οι εγχώριες τράπεζες να τεθούν σε κατάσταση επιλεκτικής χρεοκοπίας.

Έτσι εντελώς φυσιολογικά οι τιμές των αυξήσεων ήταν τιμές χρεοκοπίας. Η εξέλιξη των ανακεφαλαιοποιήσεων της Εθνικής είναι απολύτως χαρακτηριστική: η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση (καλοκαίρι 2013) της Εθνικής έγινε στην τιμή 4,29 ευρώ, η δεύτερη (άνοιξη 2014) στα 2,2 ευρώ και η τρίτη, και φαρμακερή, τον Νοέμβριο 2015 στα 0,02 ευρώ! Ανάλογη η εικόνα και για τις υπόλοιπες τράπεζες, με τις τιμές των νέων μετοχών να είναι μέχρι και -99,8% χαμηλότερες των τιμών των αυξήσεων κεφαλαίου την άνοιξη του 2014. Το καλοκαίρι του 2014 η χρηματιστηριακή αξία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είχε ανέλθει στα 33,4 δισ. ευρώ ενώ στο τέλος Νοεμβρίου οι τιμές με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι αυξήσεις κεφαλαίου αντιστοιχούν σε αξία 747 εκατ. ευρώ για τους παλαιούς μετόχους των τραπεζών. Δηλαδή χάθηκαν 33 δισ., εκ των οποίων τα 20 δισ. ήταν η αξία των συμμετοχών του ελληνικού Δημοσίου στις τράπεζες μέσω του ΤΧΣ!

Στοίχημα ο εφοδιασμός της αγοράς
Εισαγωγές αγαθών μόνον κατόπιν εγκρίσεως από ΤτΕ

Η επιβολή των capital controls προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου ανωμαλία στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Οι πρώτες εβδομάδες ήταν εξαιρετικά δύσκολες και πολλές επιχειρήσεις, ειδικά μικρές και μεσαίες, που δεν είχαν προετοιμαστεί για μια τόσο δύσκολη κατάσταση, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν. Αντίθετα, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις έχοντας την υποστήριξη πανίσχυρων μητρικών ομίλων μπόρεσαν όχι μόνο να αντεπεξέλθουν στις νέες συνθήκες αλλά και να επωφεληθούν από την αδυναμία πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Όπως υπογραμμίζουν πηγές της ΤτΕ, η κινητοποίηση ήταν άμεση για την εξυπηρέτηση των αιτημάτων των επιχειρήσεων και ιδιωτών που διαβιβάζονταν από τις τράπεζες. Άμεση προτεραιότητα αποτέλεσε και αποτελεί ο απρόσκοπτος εφοδιασμός της αγοράς με είδη πρώτης ανάγκης καθώς και η πραγματοποίηση των απαραίτητων οικονομικών συναλλαγών προκειμένου οι τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις να εκπληρώσουν τις χρηματοοικονομικές τους δεσμεύσεις χωρίς να υπάρξει ο οποιοσδήποτε κίνδυνος αθέτησής τους.

Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα είναι ότι η οικονομία παραμένει σε κατάσταση περιορισμού. Οι περισσότερες εμπορικές συναλλαγές πρέπει να εγκριθούν είτε από την Επιτροπή Εγκρισης Τραπεζικών Συναλλαγών είτε από τις εμπορικές τράπεζες. Προκειμένου να εισαγάγει είτε αγαθά (από τρόφιμα μέχρι υφάσματα) είτε πρώτες ύλες, μηχανήματα και ανταλλακτικά για να λειτουργήσουν οι βιομηχανίες, κάθε επιχείρηση θα πρέπει να καταθέσει σχετικό αίτημα. Επιπλέον, λόγω της αναξιοπιστίας της χώρας, οι εισαγωγείς πρέπει να προπληρώνουν κάθε παραγγελία επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το κόστος λειτουργίας.

Παρά το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες κατόρθωσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις μεγάλες προκλήσεις που δημιούργησαν οι περιορισμοί, οι εμπορικές συναλλαγές έχουν συρρικνωθεί σημαντικά και έχουν ισορροπήσει σε πολύ χαμηλότερο σημείο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι υπηρεσίες της έχουν επεξεργαστεί πάνω από 70.000 αιτήματα και έχουν δοθεί εγκρίσεις για εισαγωγές ύψους 34 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν σε ποσοστό 78% των αντίστοιχων περσινών, χωρίς να συνυπολογίζονται εισαγωγές που έχουν πραγματοποιηθεί από ελεύθερα κεφάλαια ή κεφάλαια του εξωτερικού. Ολα αυτά βέβαια δεν μπορεί παρά να έχουν επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Institute for Management Development (IMD) η ανταγωνιστική θέση της Ελλάδας το 2015 υποχώρησε κατά έξι θέσεις και διολίσθησε στην 56η θέση μεταξύ 61 χωρών, από την 50ή που κατείχε το 2014.

Κατάλογος των «απαγορεύεται»
Οι ουρές στα ATM και το όριο ανάληψης 60 ευρώ ανά ημέρα

Την Κυριακή 28 Ιουνίου, όταν έγινε γνωστό ότι τα capital controls είναι προ των πυλών, σχηματίστηκαν οι πρώτες ουρές στις τράπεζες. Τα ΑΤΜ έβγαζαν ακόμα χρήματα χωρίς περιορισμούς. Τη Δευτέρα 29 Ιουνίου ήταν η πρώτη ημέρα της ειδικής τραπεζικής αργίας, ενώ δεν λειτούργησαν τα ΑΤΜ, το Ιnternet και phone banking. Εκείνη την ημέρα ΤτΕ και τράπεζες δούλεψαν νυχθημερόν για να προσαρμόσουν τα μηχανογραφικά συστήματα στη νέα πραγματικότητα. Οι ουρές στις τράπεζες έγιναν καθημερινότητα και απαιτήθηκαν αρκετές εβδομάδες για να ομαλοποιηθεί η κατάσταση. Αυτό συνέβη μετά την απόφαση οι καταθέτες να μπορούν να αντλούν σωρευτικά το όριο των 60 ευρώ σε εβδομαδιαία βάση, δηλαδή 420 ευρώ ανά εβδομάδα. Σήμερα, ένα χρόνο μετά, οι περιορισμοί εξακολουθούν να κυριαρχούν: ο πολίτες δεν μπορούν να λαμβάνουν πάνω από 60 ευρώ την ημέρα (ή 420/εβδομάδα), να μεταφέρουν χρήματα στο εξωτερικό, να αγοράζουν μετοχές, ομόλογα ή αμοιβαία κεφάλαια, δεν μπορούν να ανοίγουν νέους τραπεζικούς λογαριασμούς, δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τις πιστωτικές τους κάρτες για συναλλαγές στο εξωτερικό κ.ά. Βασικά, ούτε να αρρωστήσεις και να νοσηλευτείς στο εξωτερικό δεν μπορείς χωρίς να πάρεις κάποια έγκριση (αρχικά από τη Επιτροπή Εγκρίσεων, τώρα από τις τράπεζες).

Και μπορεί να έχουν χαλαρώσει κάπως οι περιορισμοί για κάποιες συναλλαγές μέσω Internet, ωστόσο η λίστα με τα «απαγορεύεται» παραμένει μεγάλη: οι καταναλωτές δεν μπορούν να πραγματοποιούν αγορές ειδών ένδυσης, υπόδησης, οικιακού εξοπλισμού, ηλεκτρονικών ειδών, ηλεκτρονικού εξοπλισμού, καλλυντικών κ.ά. Πρόκειται για μια εξαιρετικά ταπεινωτική κατάσταση που δεν έχει προηγούμενο όχι μόνο στη σύγχρονη Ευρώπη αλλά στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Και το χειρότερο, όλα αυτά φαίνεται να παγιώνονται σαν μια νέα κανονικότητα. Ενα χρόνο μετά την επιβολή των περιορισμών, δεν έχει γίνει κανένα ουσιαστικό βήμα χαλάρωσής τους τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα νοικοκυριά.

Το ημερήσιο όριο των 60 ευρώ ή 420 ευρώ την εβδομάδα παραμένει το ίδιο από τον Ιούνιο του 2015. Στην αντίπερα όχθη ωστόσο καταγράφονται και ορισμένα έμμεσα θετικά αποτελέσματα από τα capital controls: η κατακόρυφη αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της χρήσης χρεωστικών και άλλων καρτών. Η τελική αποτίμηση πάντως είναι ότι τα capital controls δεν προκάλεσαν τις επιπτώσεις που αρχικά αναμένονταν. Ο λόγος είναι ότι επιχειρήσεις και νοικοκυριά, διαβλέποντας το αδιέξοδο της πορείας της χώρας, δημιούργησαν άμυνες (με αναλήψεις μετρητών και άνοιγμα λογαριασμών από επιχειρήσεις σε ξένες τράπεζες) που τις βοήθησαν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.