09 July 2014

Το φλερτ ουτοπίας και πραγματικότητας

ΤΟ ΒΗΜΑ, 6/5/2000
Η αναζήτηση της ιδανικής πολιτείας, σχολιάζει ο Θ. Δ. Παπαγγελής, αποτελεί από αρχαιοτάτων χρόνων χαρακτηριστικό εδάφιο των φιλοσοφικών στοχασμών της Δύσης. Αφορμή μια έκθεση στο Παρίσι όπου παρουσιάζονται τεκμήρια πέντε αιώνων «ουτοπικών» αναζητήσεων
Η αναζήτηση της ιδεώδους κοινωνίας και της άριστης πολιτείας είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα εδάφια στο εγκόλπιο του πολιτικού και φιλοσοφικού στοχασμού της Δύσης. Η Ανατολή διέπρεψε σε ατομικές διαδρομές που τερματίζουν στα εστιακά βάθη του στοχαστικού «νιρβάνα», επέκεινα ζωής και θανάτου· η Δύση δεν ξέχασε όσους προτίμησαν την ιδιωτική οδό προς την ευτυχία, αλλά δεν έπαυσε ποτέ να μηχανεύεται και να οραματίζεται τα «καλά και συμφέροντα» για λογαριασμό ολόκληρης της κοινότητας ­ από την ομηρική πολιτεία των Φαιάκων και τις αρχιτεκτονικές κατόψεις της πλατωνικής πολιτείας μέχρι τις τοπικές ή διεθνιστικές «κομμούνες» του νεότερου παρελθόντος και τον Μαρξ ­ ακόμη και τον Φουκουγιάμα που μόλις χθες τοιχοκόλλησε το κηδειόχαρτο της ιστορίας και των προβλημάτων της με τη μουσική υπόκρουση της pax Americana. Φυσικά, και ως γνωστόν, η ιδανική κοινωνία αναζητείται ακόμη· είναι εξίσου γνωστό ότι οι αμετάπειστοι πραγματιστές χαρακτηρίζουν αυτήν την αναζήτηση «ουτοπία».
Ο όρος είναι ελληνικής προέλευσης («ου τόπος», δηλ. χώρα ανύπαρκτη) αλλά αγγλικής κατασκευής και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του περίπου εδώ και πεντακόσια χρόνια στον τίτλο ενός από τα πιο διάσημα γραπτά της Αναγέννησης, την «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1478, ήταν ουμανιστής, κλασικός φιλόλογος, πολιτικός, σύμβουλος του Ερρίκου Η' της Αγγλίας και, μετά τον μαρτυρικό του θάνατο υπέρ Πάπα και Βατικανού, άγιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το γοητευτικό, όσο και αινιγματικό, αυτό έργο, γραμμένο στα λατινικά (με τον πλήρη τίτλο: «Περί της αρίστης Πολιτείας και της νέας νήσου Ουτοπίας») και πρωτοδημοσιευμένο το 1516, παραμένει, όσο ξέρω, αμετάφραστο στα ελληνικά μέχρι σήμερα. Άγνωστη είναι και η πολυκύμαντη ιστορία της ερμηνείας του. Γνωστό είναι μόνο ότι τα «ουτοπία» και «ουτοπικός» κάνουν τώρα τελευταία πολλούς να υποκύπτουν στη γοητεία της ακυρολεξίας. Οι αναγνώστες του «Βήματος» της 16.4.2000 θα ξέρουν ήδη ότι στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού εδώ και μερικές μέρες μια έξοχη έκθεση συγκεντρώνει τα γραπτά, χαρτογραφικά και εικαστικά τεκμήρια πέντε αιώνων «ουτοπικής» αναζήτησης.
Η «Ουτοπία» του Μουρ ενσωματώνει θεμελιακά ηθικά αξιώματα της φιλοσοφίας των στωικών και των επικουρείων, αλλά ανήκει κυρίως στη μεγάλη παράδοση της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης που μας έδωσε την «Πολιτεία» και τους «Νόμους» του Πλάτωνα, τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, καθώς και ανάλογες πραγματείες από τον Πλούταρχο και τον Ρωμαίο Κικέρωνα. Μια κρίσιμη διαφορά είναι ότι ενώ αυτά τα έργα εκμαιεύουν την τελική συνταγή της άριστης πολιτείας συλλογιστικά ή με τη μέθοδο της διαλεκτικής, η «Ουτοπία» προκρίνει τον τρόπο της ταξιδιωτικής μυθοπλασίας, και η χαρτογράφηση της νήσου των «Utopienses» ολοκληρώνεται μέσα στα όρια της αφήγησης ενός και μοναδικού χαρακτήρα, του Hythloday. Ο αφηγητής μιλάει για ένα νησί χωρίς ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες αλλά όχι μακριά από την Ευρώπη, όπου ακμάζουν 54 καλά ρυμοτομημένες και ομοιόμορφες πόλεις.
Οι κάτοικοι, καθένας ανάλογα με τις δεξιότητές του, ασκούν ένα ευρύ φάσμα επιτηδευμάτων για τα οποία έχουν λάβει επιμελή εκπαίδευση· τηρούν δρακόντειους κώδικες ιδιωτικής και δημόσιας ηθικής· ευημερούν χωρίς περιττές πολυτέλειες· δεν διαθέτουν ιδιωτική περιουσία· μεριμνούν για τη δίκαιη κατανομή των αγαθών· ευφραίνονται σε συλλογικά δείπνα μετά μουσικής· εμφορούνται από πνεύμα συμμετοχής στα κοινά· απολαμβάνουν ένα άρτιο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης όπου κάθε μαθητής, εκτός από τα μαθηματικά, τη διαλεκτική και τη μουσική, κάνει πρώιμη και συστηματική γνωριμία με τη λογοτεχνία· είναι εξαιρετικά δεκτικοί στην ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία (ο αφηγητής διευκρινίζει ότι η απώτερη καταγωγή των κατοίκων της Ουτοπίας είναι ελληνική, πράγμα που εξηγεί τα ελληνικά γλωσσικά στοιχεία στα τοπωνύμια και στην πολιτική τους ορολογία· εξάλλου τα ελληνικά ευπώλητα στη χώρα της Ουτοπίας περιλαμβάνουν Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Λουκιανό, Ομηρο, Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Θουκυδίδη)· ασκούν τέχνες και γράμματα· δεν γνωρίζουν ιδεολογικές και θρησκευτικές μισαλλοδοξίες· είναι ριζοσπαστικά ανεξίθρησκοι· απολαμβάνουν ένα καλά οργανωμένο και κατανεμημένο εθνικό σύστημα υγείας· έχουν μια λιτή, αλλά απαρέγκλιτα εφαρμοζόμενη, νομοθεσία και θεωρούν ως εκ τούτου περιττούς τους νομικούς· επιτρέπουν την ευθανασία και πολεμούν μόνο όταν αντιμετωπίζουν εξωτερική πρόκληση. Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα, όμως αυτά ήδη φτάνουν και περισσεύουν για όσους δεν αντέχουν και πολλή ουτοπία.
Εύκολα μπορεί να γοητευθεί, αν όχι ακριβώς να προσηλυτιστεί, κανείς από αυτή την Ένωση Ουτοπικών Σοσιαλιστικών Πολιτειών. Και πολλοί γοητεύθηκαν ­ χωρίς πάντα να αναρωτηθούν αν ο ίδιος ο Τόμας Μουρ σκαρίφησε την ιδεώδη κοινωνία του εν πλήρει σοβαρότητι ή με ισχυρή πρόσμειξη ειρωνικής δυσπιστίας. Και υπάρχουν ευδιάκριτες ενδείξεις για τη δεύτερη εκδοχή, ειδικά όταν ανακαλύψουμε ότι το όνομα του αφηγητή (Hythloday) περιέχει ως πρώτο συστατικό την ελληνική λέξη «ύθλος» που καλύπτει όλο το σημασιολογικό φάσμα από τη φλυαρία και την κενολογία μέχρι τις φούσκες και τις μπαρούφες.
Παρ' όλα αυτά το κύρος της «Ουτοπίας» στη βιβλιογραφία του πολιτικού στοχασμού παραμένει υψηλό για πολλούς λόγους. Ο Μουρ συνδύαζε πρακτική πολιτική πείρα και ευρύτατη παιδεία. Ο διάλογος που προηγείται της ουτοπικής αφήγησης προδίδει βαθυστόχαστο προβληματισμό πάνω σ' ένα καίριο ερώτημα: μπορεί και πρέπει ο εξ ορισμού ακέραιος και έντιμος διανοούμενος (για να χρησιμοποιήσω έναν πιο εύληπτο και εκσυγχρονισμένο όρο) να εμπλέκεται στον σχεδιασμό πολιτικής και την άσκηση εξουσίας; Το ερώτημα ταλάνισε τους ουμανιστές της Αναγέννησης κυρίως επειδή αυτοί κατανοούσαν ότι στην πολιτική η αρχή της χρησιμοθηρικής πρακτικότητας (utilitas) δεν συνέπιπτε πάντα με την αρχή της διανοητικής και ηθικής εντιμότητας (honestas).
Το αίτημα της απόλυτης σύμπτωσης των δύο ήταν αυτονόητο για τους ουμανιστικούς κύκλους, αλλά ποιος ξεχνάει ότι το ίδιο ουμανιστικό θερμοκήπιο κατά την ίδια ιστορική περίοδο εξέθρεψε τον περιβόητο «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι (δημοσιεύθηκε το 1532) όπου το διαζύγιο εξουσιαστικής ιδιοτέλειας και ηθικής ακεραιότητας εκδίδεται με κυνική επισημότητα; Το σύνταγμα της «Ουτοπίας» προβλέπει ρητά ότι οι κάτοικοι της χώρας πρέπει να θεωρούν συμφέρον μόνο αυτό που είναι και ηθικό ­ και ακριβώς αυτό κάνουν όχι μόνο οι απλοί πολίτες αλλά και η αριστίνδην πολιτική ηγεσία του νησιού.
Φυσικά ο Μουρ, «σοφότερος» και «νηφαλιότερος» από τον πλασματικό αφηγητή του, γνωρίζει καλά και υπαινίσσεται σαφώς ότι στην πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης το πάνω χέρι το έχει ο μακιαβελισμός. Ετσι, πριν από πεντακόσια χρόνια, το έργο του Μουρ τακτοποίησε σημειολογικά την πραγματικότητα που, τηρουμένων των αναλογιών, αναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα όλοι: η Ουτοπία είναι πρακτικά ανέφικτη· και πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς στην ολιγάρκειά μας αν οι πολιτικοί ηγέτες, αντί να τη διαγράφουν ως άσχετη μυθοπλασία, τουλάχιστον τη θυμούνται όσο και όταν χρειάζεται για να διαχειριστούν πιο ανθρώπινα την έτσι κι αλλιώς μακιαβελική πραγματικότητα.
Γι' αυτό, από μια άποψη, η έκθεση της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι έρχεται στην ώρα της. Οι οργανωτές μπορεί να ξέχασαν τη λαβυρινθώδη επιβίωση της ουτοπικής ιδέας στον γερμανικό ιδεαλισμό και κλασικισμό του 18ου και εν μέρει του 19ου αιώνα, δεν ξέχασαν όμως τα «εμπορικότερα» κομμάτια της πραμάτειας, από τον Μαρξ και τον Μάη του '68 μέχρι τα αείμνηστα «παιδιά των λουλουδιών» και τους σύγχρονους Ηρακλείς της οικολογίας. Στο μεταξύ προτείνω να μελετήσουμε εις βάθος τις ακόλουθες δύο πρακτικές των Ουτοπιστών του Τόμας Μουρ. Πρώτον: όταν ένα θέμα εισάγεται στο κοινοβούλιο προς συζήτηση, η συζήτηση δεν διεξάγεται ποτέ την ίδια μέρα αλλά αναβάλλεται για την επόμενη συνεδρίαση· αυτό γίνεται για να αποφευχθεί το φαινόμενο ορισμένοι πολιτικοί να κάνουν βιαστικές και πρόχειρες προτάσεις και στη συνέχεια, παρ' ότι αναγνωρίζουν το λάθος τους, να συνεχίζουν να τις υπερασπίζονται μόνο και μόνο επειδή ντρέπονται να υπαναχωρήσουν. Δεύτερον: όσοι από τους διανοουμένους (καθηγητές, στοχαστές κλπ.) της πολιτείας αποδεικνύονται ανεπαρκείς στα καθήκοντά τους να αναλαμβάνουν πάραυτα χειρωνακτική εργασία. Γιατί δεν είναι μόνο η πραγματικότητα που έχει στοιχεία ουτοπίας, είναι και η ουτοπία που φλερτάρει κάποτε με την πραγματικότητα.