02 August 2013

Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας εν Ελλάδι

Υφυπουργός μετά θάνατον ζωής
του Γιώργου Τσακνιά, dimartblog.com, 1/8/2013


Δεν πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή, πάντως θα πάρω μαζί μια αλλαξιά εσώρουχα.
Γούντι Άλλεν

Ούτε εγώ πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή. Δεν ξέρω αν μεγαλώνοντας θα ενστερνιστώ την προσέγγιση του Γούντι —να πάρω μαζί και μια αλλαξιά, μπας και, ρε παιδί μου…— επίσης όμως δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν αυτό θα επιτρέπεται (το να πάρεις εσώρουχα μαζί σου σε ενδεχόμενη μετά θάνατον ζωή). Τι να πω, δηλώνω άγνοια — και, προφανώς, ελπίζω πως θα αργήσει να μου λυθεί η απορία. Μπορεί απλώς να απαγορεύεται να πάρεις μαζί υγρά, ή να μπορείς μόνο μέχρι 100ml, όπως στα αεροπορικά ταξίδια. Σίγουρα, ακόμη κι αν αύριο το πρωί γίνω ο πιστότερος των χριστιανών (λέμε τώρα), ουδείς πνευματικός θα μπορέσει να μου απαντήσει στο καθαρά διαδικαστικό αυτό ερώτημα. Πιθανότερο είναι να με διαφωτίσει σχετικώς η βουλευτής Β΄Αθήνας και κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της ΝΔ, κυρία Σοφία Βούλτεψη.
Διότι η κυρία Βούλτεψη, το πρωί της Τρίτης 31/72013, δήλωσε στην εκπομπή «Πρώτη γραμμή» (Λυριτζής – Οικονόμου) στον ΣΚΑΪ: «Θεωρώ απόλυτα υποχρεωτικό οτιδήποτε έχει να κάνει με την επόμενη ζωή και με την ελπίδα που δημιουργείται να τελεί υπό τον έλεγχο του κράτους…» Μπορείτε να δείτε την εκπομπή εδώ — επιλέξτε «προηγούμενα επεισόδια», μετά την εκπομπή 31/7 μέρος Β΄ και πηγαίνετε στο 1.00.30.
Η συνέχεια της συζήτησης ήταν τυπική του πολιτισμού των τηλεπαραθύρων: τι λέει ή τι δεν λέει ο ΣΥΡΙΖΑ για την εκκλησιαστική περιουσία — μπλα μπλα, καβγάς επειδή αυτό ξέρουμε, αυτό εμπιστευόμαστε. Περίμενα να ακούσω κάποια τεκμηρίωση, κάποιο σκεπτικό πίσω από αυτή την αν μη τι άλλο εντυπωσιακή δήλωση, αλλά η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος της ΝΔ δεν επανήλθε. Έμεινα με την απορία: τι είναι αυτό που κάνει την κυρία Βούλτεψη να θεωρεί «απόλυτα υποχρεωτικό» τον κρατικό έλεγχο πάνω σε μια αντίληψη κατεξοχήν εξωκοσμική,  πνευματική και, προφανώς, εντελώς προσωπική;
Ο ισχυρισμός ερχόταν να τεκμηριώσει την άποψη της κυρίας Βούλτεψη εναντίον του χωρισμού Κράτους-Εκκλησίας. Αυτό, προφανώς, είναι ζήτημα πολιτικό και απολύτως κοσμικό. Γιατί το επιχείρημά της λοιπόν δεν αντλήθηκε από αυτή τη σφαίρα παρά από την άλλη, την άυλη και μεταφυσική;
Το ερώτημα συνεπώς είναι πολιτικό — έχει όμως, μοιραία, και μια πνευματική / θρησκευτική πλευρά. Σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, η Ορθόδοξη (τουλάχιστον η ελληνική ορθοδοξία) δεν είναι επιθετική πνευματικά. Στις μέρες μας, με την εξαίρεση μιας μάλλον περιθωριακής μειοψηφίας ζηλωτών ιεραρχών, η καθ’ ημάς Εκκλησία δεν προσπαθεί ιδιαίτερα να καθοδηγήσει πνευματικά τους πιστούς. Ανέχεται χωρίς ιδιαίτερες αντιρρήσεις την προσχηματική και επιφανειακή πίστη του μέσου Έλληνα, που πηγαίνει στην εκκλησία σπανιότατα — ενίοτε μόνο μισή ώρα τον χρόνο, ανυπομονώντας να πάρει το Άγιο Φως (που έχει έρθει από τα Ιεροσόλυμα με κρατικό αεροπλάνο) για να πάει σπίτι να φάει μαγειρίτσα. (Να διευκρινίσω εδώ ότι κι εγώ έτσι κάνω· εγώ, όμως, δεν δηλώνω πιστός!) Εντάξει, στο κήρυγμα εντός του ναού, στο εσωτερικό του μικρόκοσμου των συνεπέστερων πιστών — εκεί ναι, ιερείς και παραθρησκευτικές οργανώσεις επιδίδονται σε έργο προσηλυτισμού και ενδυνάμωσης της πίστης. Αλλά σε υψηλότερο επίπεδο, οι ουκ ολίγοι ιεράρχες που παρεμβαίνουν συχνά πυκνά στον δημόσιο λόγο δεν κόπτονται ιδιαίτερα για την πνευματική καθοδήγηση του ποιμνίου. Ο λόγος τους έχει κυρίως κοσμικό περιεχόμενο, είτε αφορά την υπεράσπιση της Εκκλησίας ως θεσμού και τη διατήρηση της προνομιακής σχέσης της με το κράτος, είτε αμιγώς πολιτικές παρεμβάσεις για ποικίλα ζητήματα της επικαιρότητας.
Μιλάμε πάντα για την Εκκλησία της Ελλάδος και όχι για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας, από την άλλη, έχει διατηρήσει την οικουμενικότητα του ρόλου του — η διαφορά είναι και τεχνική, αλλά όχι μόνο. Η αντίθεση με την καθ’ ημάς ορθοδοξία, την οποία υπαινίχθηκα παραπάνω, είναι ότι το Βατικανό εξακολουθεί να ιεραρχεί πολύ ψηλά τον ρόλο του ως αμιγώς πνευματικού και θρησκευτικού καθοδηγητή. Η Καθολική Εκκλησία προσπαθεί διαρκώς και συνειδητά να αναγκάσει τους πιστούς της να είναι πιο πιστοί. Θυμίζω τη φράση του León Ferrari, του αργεντινού καλλιτέχνη που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή (αναρωτιέμαι πού πήγε): «Ο χριστιανισμός χωρίζει τους ανθρώπους σε “πιστούς” και “αμαρτωλούς” και καταδικάζει τους δεύτερους να πάνε στην Κόλαση· εγώ θεωρώ πως αυτό είναι μια απειλή που παραβιάζει ευθέως ανθρώπινα δικαιώματα». Ναι, η Καθολική Εκκλησία —σε αυτήν προφανώς αναφέρεται ο Ferrari— παρεμβαίνει με τρόπο επιθετικό στη ζωή των πιστών, στη συνείδησή τους, τους δημιουργεί αισθήματα ενοχής. Μπορεί αυτό να το κάνει επιβάλλοντας τη συμμετοχή σε ένα τελετουργικό (εξομολόγηση, άφεση, επιτίμια) σχηματοποιημένο και απλουστευμένο σε βαθμό που ενίοτε καταντά καρικατούρα, πάντως μαρκάρει στενά τους πιστούς στην καθημερινότητά τους και, επισείοντας την απειλή της Κόλασης, με βάση έναν αναλυτικό κατάλογο αμαρτημάτων, διεκδικεί την κυριαρχία στο πνεύμα τους.
Για να επιστρέψουμε ωστόσο στη Σοφία Βούλτεψη και στην απόλυτη βεβαιότητά της για την αναγκαιότητα κρατικού ελέγχου επί της μετά θάνατον ζωής και της σχετικής με αυτήν ελπίδας: λογικά αστήριχτη και αλλοπρόσαλλη —ο ορισμός του contradiction in terms— και πολιτικά άστοχη —απολύτως ασύμβατη με τον «ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας», για τον οποίον υποτίθεται ότι κόπτεται το κόμμα της— η απόφανση της κυρίας Βούλτεψη στέκει απολύτως ιδεολογικά: Κράτος και Εκκλησία είναι ένα και δεν μπορούν, αυτό το Κράτος και αυτή η Εκκλησία, να πάψουν να είναι ένα, ακριβώς γιατί οι μηχανισμοί τους, οι αρμοδιότητές τους και οι εξουσίες τους επικαλύπτονται και αλληλοσυμπληρώνονται σε πρακτικό και σε θεωρητικό επίπεδο. Είναι δύο ζωτικά όργανα ενός σώματος, στον εγκέφαλο του οποίου βρίσκεται όχι μόνο η κυρία Βούλτεψη αλλά και η πλειονότητα των πολιτικών (κυρίως) και των δημοσιολογούντων που εδώ και χρόνια συντηρούν μια εντελώς παρωχημένη, εσωστρεφή και άγονη αντίληψη περί ταυτότητας, πουλώντας απλώς στο (εκλογικό) κοινό τους αυτό ακριβώς που έχει συνηθίσει να αγοράζει και δεν βλέπει τον λόγο να το αλλάξει.
Στη χώρα όπου η πίστη θεωρείται συστατικό της εθνικής ταυτότητας, όπου η ανεξιθρησκία υπάρχει μόνο τύποις γιατί όλες οι θρησκείες είναι ίσες αλλά μία είναι πιο ίση από τις άλλες (διότι, πώς να το κάνουμε, είναι η πίστη των Ελλήνων), όπου οι ιεράρχες θεωρούν ότι μπορούν και πρέπει να παρεμβαίνουν στον δημόσιο βίο επί παντός του επιστητού και να εκφέρουν πολιτική άποψη (και δεν το θεωρούν απλώς αλλά το κάνουν, δηλαδή τους επιτρέπεται), στη χώρα όπου η Εκκλησία είναι (και ενδιαφέρεται να είναι) εθνική και όχι οικουμενική —άρα, μοιραία, κοσμική και όχι πνευματική—, σ’ αυτή λοιπόν τη χώρα είναι λογικό το κράτος (ή μια εκπρόσωπός του, έστω) να θεωρεί πως οφείλει και δικαιούται να ρυθμίζει τις μεταφυσικές και υπαρξιακές ανησυχίες και ελπίδες των πολιτών.
Υποθέτω πως η κυρία Βούλτεψη δεν βγήκε εκτός γραμμής και πως η διατύπωσή της απηχεί, λίγο πολύ, τις θέσεις του κόμματός της. Θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να τις μοιραστεί αυτές τις απόψεις ο πρωθυπουργός με τους ευρωπαίους εταίρους, σε κάποιο επόμενο ταξίδι του. Επείγει επίσης να καταρτίσουμε μια μακρόπνοη Εθνική Στρατηγική για τη Μεταφυσική που επιθυμούμε για τον Ελληνικό Λαό. Ελπίζω, τέλος, να δούμε σύντομα —μιας και, απ’ ό,τι φαίνεται, η μεταρρύθμιση του κράτους προχωρά με γοργούς ρυθμούς— να θωρακίζεται και θεσμικά ο απολύτως αναγκαίος έλεγχος του κράτους επί της μετά θάνατον ζωής (και της σχετικής με αυτήν ελπίδας) με τη δημιουργία θέσης «Αναπληρωτή Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, αρμόδιου για θέματα Μετά Θάνατον Ζωής», και «Ειδικού Γραμματέως Ελπίδος».
Αμήν.