22 September 2012

Οι τρελοί του Θεού

Η «τοξική» λειτουργία των θρησκειών και η υπεράσπιση του μέλλοντός μας

της Έφης Γαζή, ΒΗΜΑ, 12/8/2012


Ο Ελί Μπαρναβί, ιστορικός, πολιτικός ακτιβιστής, πρώην διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Εθνικής Αμυνας του Ισραήλ και πρεσβευτής του Ισραήλ στη Γαλλία, έγραψε ένα εκτενές δοκίμιο για τις ακρότητες των θρησκευτικών φονταμενταλισμών το οποίο απευθύνεται πρωτίστως σε «δυτικούς», κυρίως ευρωπαίους, αναγνώστες. Γλαφυρό και ζωηρό, το ύφος του συγγραφέα κερδίζει τον αναγνώστη, ενώ τα θέματα του δοκιμίου, θέματα αιχμής στη σύγχρονη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική σκηνή, προκαλούν το ενδιαφέρον.
Ο Μπαρναβί μάς εισάγει στο βιβλίο με μια στοχαστική όσο και προκλητική «προειδοποίηση», αντί προλόγου, για την πρόθεσή του να διαλύσει τις δυτικές ψευδαισθήσεις σχετικά με τον θάνατο του Θεού. Ακολουθούν τρία πραγματικά ενδιαφέροντα, ειδικά για τον μη ειδικό αναγνώστη, κεφάλαια σχετικά με τον χαρακτήρα, τις πολλαπλές λειτουργίες, το πολιτικό περιεχόμενο αλλά και την πολιτική εργαλειοποίηση των θρησκειών. 
Ο συγγραφέας κάνει εύστοχες επισημάνσεις για τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο εξομοιώνονται συστήματα πίστης, ηθικής και κοινωνικής οργάνωσης, όπως για παράδειγμα το ντιν και το ντατ, με τη χριστιανοκεντρική (βλ. δυτικοκεντρική) έννοια και αντίληψη για τη «θρησκεία». Στη συνέχεια αναλύει τις πολιτικές λειτουργίες των θρησκειών σε διαφορετικά πλαίσια και εποχές, αναδεικνύοντας με διεισδυτικό τρόπο την πολλαπλότητα των σχέσεων ανάμεσα στη θρησκεία και στην πολιτική. Στις ενότητες που ακολουθούν ο αναγνώστης διερωτάται γιατί ο συγγραφέας προβαίνει σε μια γενεαλογία του φονταμενταλισμού χωρίς να κάνει ιστορικές αναφορές στις χριστιανικές καταβολές του. Ωστόσο ο συγγραφέας κατορθώνει να διατηρήσει τον εσωτερικό ρυθμό και την ένταση του κειμένου αναλύοντας τους φονταμενταλισμούς των λεγόμενων αποκαλυπτικών θρησκειών. 
Ο Μπαρναβί επισημαίνει ότι οι «θρησκείες της Αποκάλυψης», δηλαδή ο χριστιανισμός, ο εβραϊσμός και το Ισλάμ, χαρακτηρίζονται από την εμμονή τους στην έννοια της απόλυτης αλήθειας, σε αντίθεση με τις ασιατικές θρησκείες, οι οποίες είναι περισσότερο συνυφασμένες με μια φιλοσοφία και στάση ζωής ή με τις θρησκείες του ελληνορωμαϊκού κόσμου οι οποίες αποτελούσαν τμήμα των κοινωνικών μηχανισμών. Ο χαρακτήρας των αποκαλυπτικών θρησκειών και η εμμονή στην απόλυτη αλήθεια καθιστούν νομοτελειακή, κατά κάποιον τρόπο, την εκτροπή τους στον φονταμενταλισμό. Ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι ο χριστιανικός φονταμενταλισμός εξετράφη αλλά σταδιακά εξαφανίστηκε και δεν εγείρει οποιαδήποτε προβλήματα επειδή οι χριστιανικές, δυτικές κοινωνίες εκκοσμικεύθηκαν, αλλά και επειδή ο χριστιανισμός εμπεριείχε εξαρχής μια καθοριστική διάκριση μεταξύ του «ιερού» και του «κοσμικού» η οποία επέτρεψε τη διάκριση των εξουσιών. 
Αυτή είναι μια μάλλον επιλεκτική προσέγγιση, αν αναλογιστεί κανείς τις σφαγές στην πρώην Γιουγκοσλαβία ή τη σύγχρονη πολιτική σκηνή των ΗΠΑ. Ο εβραϊκός φονταμενταλισμός ηττήθηκε, κατά τον συγγραφέα, από τον σιωνισμό και τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Ο εγκλεισμός του στο κράτος έχει συνέπεια τη σταδιακή του αποδυνάμωση. Κατά τον Μπαρναβί, μόνο το Ισλάμ εξάγει πλέον τους τρελούς του.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου δίνει την εντύπωση ότι «όλοι οι φονταμενταλισμοί είναι ίσοι, αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους». Ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι ο επαναστατικός ισλαμικός φονταμενταλισμός αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες σύγχρονες απειλές και ότι η συσπείρωση και η αντίδραση είναι επιβεβλημένες. Αυτό είναι ένα θέμα που οπωσδήποτε χρήζει μελέτης και αξίζει να συζητηθεί. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι πρέπει να συζητηθεί μέσα στο πλαίσιο και με τους όρους που προτείνει ο Μπαρναβί. Προς αυτή την κατεύθυνση αξίζει να επισημανθούν τρία σημεία. 
Πρώτον, ο συγγραφέας αποπειράται κριτική στον επαναστατικό ισλαμικό φονταμενταλισμό υιοθετώντας, ασυνείδητα, το εννοιολογικό και αναλυτικό πλαίσιο του τελευταίου. Κατ' αναλογίαν με τους ισλαμιστές (και όχι με την παράδοση ή τις ερμηνείες του Ισλάμ), ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας και ότι αυτή η σύζευξη είναι καθολική. 
Δεύτερον, ο συγγραφέας αναφέρει ότι θα εστιάσει στον ισλαμικό φονταμενταλισμό αλλά υιοθετεί γενικευτικές, οριενταλιστικού τύπου, κρίσεις για τους μουσουλμάνους και όχι για τον φονταμενταλισμό. Εκπληκτος πληροφορείται ο αναγνώστης ότι η περιέργεια συνέβαλε καθοριστικά στην κατακτητική ορμή της Δύσης (βλ. στην αποικιοκρατία), ενώ «οι μουσουλμάνοι δεν είναι περίεργοι» (σελ. 104) ή ότι «η επιστήμη και το Ισλάμ ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους» (σελ. 111). Ακόμη πιο έκπληκτος διαβάζει ο αναγνώστης ότι οι κίνδυνοι που ενέχονται στην εγκατάσταση μουσουλμανικών κοινοτήτων στον ευρωπαϊκό χώρο αφορούν την οικονομία, τη δημογραφία και την κουλτούρα. Υπάρχει άραγε λόγος να θυμίσουμε ότι σε αυτές ακριβώς τις κατηγορίες βασίστηκε ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός; 
Τέλος, τα επιχειρήματα του συγγραφέα σχετικά με την αναγκαιότητα ανασύστασης της ενότητας της Δύσης προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο επαναστατικός, ισλαμικός φονταμενταλισμός είναι αντιφατικά. Επικαλείται την κληρονομιά του Διαφωτισμού και την ανάγκη διαφύλαξης της κοσμικότητας. Ταυτόχρονα, μας πληροφορεί ότι υποστήριξε ενεργά την ανάγκη να αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης.
Η έκδοση περιλαμβάνει ένα σύντομο επίμετρο του μεταφραστή Μιχάλη Μητσού στο οποίο γίνονται ενδιαφέρουσες κριτικές παρατηρήσεις για το περιεχόμενο και τους στόχους του κειμένου. Αξίζει να διαβαστεί το δοκίμιο του Ελί Μπαρναβί μαζί με το επίμετρο το οποίο αποσαφηνίζει και σχολιάζει με εποικοδομητικό τρόπο κρίσιμα ζητήματα.