24 December 2011

Τα προ Χριστού Χριστούγεννα

του Παντελή Mπουκάλα, Καθημερινή, 18/12/2011

Για να αποφύγω τις εύλογες κατηγορίες πως είμαι και ανευλαβής και ανιστόρητος, σπεύδω να πω από μιας αρχής ότι ο τίτλος της επιφυλλίδας, το παράδοξο «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα», δεν είναι δικός μου. Είναι του Νικολάου Γ. Πολίτη (αλλά κι αυτός τον αντέγραψε), του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας, που μας έμαθε πώς να εκτιμούμε και να αγαπάμε τον λαϊκό πολιτισμό.

Οι «Εκλογές» του, με βίο σχεδόν ενός αιώνα, παραμένουν μια σπουδαία, υποχρεωτική μπορώ να πω, οδός για να φτάσει κάποιος στο δημοτικό τραγούδι, να το γνωρίσει και να το γευτεί· και τούτο παρότι η μέθοδός του δεν ήταν αψεγάδιαστη, όπως έγκαιρα και γνωστικά επισήμαναν ο Τέλλος Αγρας και ο Γιάννης Αποστολάκης: η (δηλωμένη άλλωστε) επιθυμία του Πολίτη να αναζητήσει το αρχικό, ιδρυτικό «κείμενο» κάθε τραγουδιού και να επιχειρήσει να το ανασυστήσει ή να το ανασυνθέσει συνδυάζοντας τις παραλλαγές του, όσες γέννησε η γεωγραφία και ο ιστορικός χρόνος, έχει τα προβλήματά της, πολύ μικρής σημασίας βέβαια αν συγκριθούν με τα προβλήματα που προκάλεσε η νόθευση των δημοτικών τραγουδιών, για «εθνικούς» ή «καλλιτεχνικούς» λόγους (από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο το 1852 έως τον Χρήστο Χρηστοβασίλη το 1902) ή και η κατασκευή ασματίων που πλασαρίστηκαν σαν δημοτικά (ορισμένα μάλιστα παραμένουν «δημοτικά» για την κοινή γνώμη και μνήμη παρά τη φιλολογική αποκαθήλωσή τους).


Εν πάση περιπτώσει, ο προκλητικός τωόντι τίτλος, «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα», έχει την ηλικία του: Είναι 113 ετών, δεδομένου ότι το υπ’ αυτόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εστία» στις 2 Ιανουαρίου του 1898. Επειδή ωστόσο τα ζητήματα που έθιγε εκεί ο Ν. Γ. Πολίτης, με πληροφοριακό πλούτο και ευθυβολία που δεν τα μετρίαζε η υποχρεωτική συντομία, δεν έπαψαν να απασχολούν το ανθρώπινο πνεύμα, υποθέτω ή θέλω να ελπίζω ότι κάθε άλλο παρά περιττή ή αδιάφορη είναι η μερική έστω αναδημοσίευση των σκέψεων εκείνων, όσο οδεύουμε προς τα μελαγχολικότερα μεταπολιτευτικά μας Χριστούγεννα, με ελάχιστα λαμπιονάκια στα πυκνοφωτισμένα μέχρι πέρυσι μπαλκόνια να επιχειρούν ανεπιτυχώς να σκορπίσουν το μουντό χρώμα που τείνει να γίνει εξωτερικό και εσωτερικό καθεστώς.

Και υποθέτω, ή ελπίζω, ότι δεν είναι περιττή η αναμόχλευση των ζητημάτων αυτών, γιατί, αν εξαιρέσουμε τους ευτυχισμένους των κάθε λογής δογμάτων (θρησκευτικών και πολιτικών) που δεν θέλουν να ταλαιπωρούν το μυαλό τους, οι υπόλοιποι είμαστε υποχρεωμένοι να το ταλαιπωρούμε, να το εκνευρίζουμε, θέτοντας και ξαναθέτοντάς του ανθρωπογνωστικά και ιστοριογνωστικά ερωτήματα σαν αυτά που απασχόλησαν τον Πολίτη: για τον θρησκειολογικό συγκρητισμό, χωνευτήρι σωστό, για την ιστορικότητα των θρησκειών και των προφητών ή θεοτήτων τους, για τον τρόπο με τον οποίο κάθε νέος μεσσίας ή θεός (δηλαδή τα ιερατεία) στρέφεται επιθετικός εναντίον των προηγουμένων ενώ συγχρόνως δανείζεται (επιδέξια ή άτσαλα) ουσιώδη στοιχεία της λατρείας τους.

Με το κείμενό του στην «Εστία», ο Πολίτης σχολιάζει και ελέγχει όσα «περίεργα ουχί όμως και ακριβή» είχε γράψει στην εφημερίδα στις 29.12.1897 ο «Εκάεργος», ακριβώς με τον τίτλο «Τα προ Χριστού Χριστούγεννα» και ίσως με προκλητική διάθεση. Εκάεργος, στον Ομηρο, ήταν πάντοτε ο Απόλλωνας, με την ικανότητά του να τοξεύει μακριά και εύστοχα. Ο απόγονός του, πάντως, που διάλεξε το θεϊκό επίθετο σαν ψευδώνυμο δεν υπήρξε το ίδιο εύστοχος. Φαίνεται μάλιστα να κατατρύχεται από την ίδια «εξελληνιστική» αγωνία που τρώει πολλούς και σήμερα. Ηθελε δηλαδή και αυτός να βεβαιώσει, κι αν μην τον ευνοούσαν τα πορίσματα των επιστημών, ότι τα πάντα έχουν ελληνική αρχή. Δεν τους αρκεί ορισμένων να τιμούν το αρχαίο πνεύμα γι’ αυτό το σπουδαιότατο που όντως ήταν, παρά θέλουν να του πιστώνουν και επιτυχίες που το ίδιο τις αγνοούσε. Θα πρέπει να ’ναι τρύπια η αγάπη τους για να χρειάζεται παραγεμίσματα.

«Αναζητών ο Εκάεργος εις άλλας παλαιοτέρας θρησκείας εορτάς ομοίας προς τα Χριστούγεννα των Χριστιανών και μύθους παραπλησίους προς τα περί της γεννήσεως του Χριστού παραδεδομένα», γράφει ο Πολίτης, «βεβαιοί ότι οι αρχαίοι Ελληνες εώρταζον την γέννησιν του Διονύσου και του Ηρακλέους την 25 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, εμυθολόγουν δ’ ότι εγεννήθησαν αμφότεροι εκ παρθένων, ούτος μεν της Αλκμήνης, ο δε Διόνυσος της Σεμέλης». Παρθένος η Αλκμήνη; Η Ηρα είχε βρει τον τρόπο να ανακτά την παρθενικότητά της λουόμενη άπαξ ετησίως στη λίμνη Κάναθο της Ναυπλίας, η Αλκμήνη πάντως γεύτηκε τον έρωτα του Δία για μια νύχτα τριπλασιασμένης διάρκειας, εξού και ο Ηρακλής απεκλήθη τριέσπερος.

Το δόγμα περί παρθενογενών θεών ή ηρώων», παρατηρεί ο Πολίτης, «ήτο παντελώς άγνωστον εις τους Ελληνας· περί της Αλκμήνης μάλιστα εμυθολογείτο ότι εγέννησε δύο παίδας διδύμους, τω Διί μεν τον Ηρακλέα, μια νυκτί πρεσβύτερον, τω Αμφιτρύωνι δε τον Ιφικλέα. Ο λέγων δ’ ότι οι αρχαίοι Ελληνες ήγον εορτήν τινα την 25 Δεκεμβρίου ελέγχεται αγνοών ότι αι ημέραι των ελληνικών μηνών δεν συμπίπτουσι προς ημέρας του Ιουλιανού ημερολογίου, όπερ παρά των Ρωμαίων έχουσι παραλάβει τα σημερινά ευρωπαϊκά έθνη, διότι οι Ελληνες κατά σελήνην ήγον τον ενιαυτόν. (...)

Ας υποθέσωμεν όμως ότι εννοεί ο Εκάεργος, ως αντιστοιχούσας προς τα Χριστούγεννα εορτάς αγομένας υπό των Ελλήνων κατά τας χειμερινάς τροπάς του ηλίου εις τιμήν των γενεθλίων του Διονύσου και του Ηρακλέους. Αλλά περί μεν του Ηρακλέους γινώσκομεν ότι εγεννήθη εν τετράδι, δηλαδή την τετάρτην ημέραν του μηνός, και επί τούτω ήγετο, εν Θήβαις μόνον, εορτή τα Ηράκλεια· διότι πάσαι αι άλλαι εις τιμήν του Ηρακλέους αγόμεναι εορταί ουδεμίαν είχον εις την γέννησιν αυτού αναφοράν. Τίνα όμως μήνα επιστεύετο ότι εγεννήθη ο Ηρακλής; Πιθανώτατα τον υπό των Δελφών Ηράκλειον καλούμενον, όστις αντιστοιχών προς τον Αττικόν Θαργηλιώνα ήτο μην θερινός». Ούτε με Ηρακλούγεννα ούτε με Διονυσούγεννα έχουν σχέση τα Χριστούγεννα, λέει ο Πολίτης. Εχουν όμως με τα Μιθρούγεννα. Γι’ αυτά, όμως, την άλλη Κυριακή.

Εδώ, μαζί με το κείμενο του Μπουκάλα (χωρίς την εικόνα), διαβάζετε και σχόλια αναγνωστών...