31 October 2010

Οι πλαστογραφημένες επιστολές του Παύλου

Όπως δεν υπάρχουν ιστορικά κείμενα για τον Ιησού και τους Αποστόλους, δεν υπάρχουν επίσης για τον Παύλο. Ό,τι είναι σήμερα γνωστό γι’ αυτόν, προκύπτει από τις Επιστολές του και τις Πράξεις των Αποστόλων. Η σημασία των Επιστολών είναι πολύ μεγάλη γιατί, όπως έχουν δηλώσει διαχρονικά έγκριτοι μελετητές: «Χριστιανισμός είναι η θρησκεία που θεμελιώθηκε πάνω στις επιστολές του Παύλου. Με αυτές υποκαθιστά ο Παύλος το ευαγγέλιο του Ιησού με ένα ευαγγέλιο για τον Ιησού». Γι’ αυτό αναρωτήθηκα ήδη σε προηγούμενες αναρτήσεις, ποιο ακριβώς ευαγγέλιο μας λένε (συγκεκριμένα ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος) ότι «δίδαξε τους Αθηναίους ο Παύλος»;

Όμως, αυτές οι δύο ομάδες κειμένων, όχι μόνο δεν είναι αξιόπιστες, αλλά διαφωνούν και μεταξύ τους. Διάφορες επιστολές είναι αποδεδειγμένα χαλκευμένες, δηλαδή έχουν συγγραφεί από άλλους ανθρώπους και οι θεωρούμενες «έγκυρες» έχουν υποστεί προσθαφαιρέσεις κα βελτιώσεις. Γι’ αυτό είναι άσκοπο να πετάνε οι χριστιανοί μεταξύ τους ή προς άλλους δήθεν αποφθέγματα του Παύλου, τη στιγμή που αυτά είναι κατά πάσα βεβαιότητα επινοημένα και εξυπηρετούσαν, την εποχή που γράφτηκαν, άλλους σκοπούς, κυρίως εξουσίας στις ομάδες των πρωτοχριστιανών πιστών, οι οποίοι πλήρωναν κιόλας!

Για παράδειγμα, οι λεγόμενες από τους θεολόγους «ποιμενικές επιστολές», δηλαδή οι δύο επιστολές «Προς Τιμόθεον» και η επιστολή «Προς Τίτον», είναι αποδεδειγμένα πλαστές. Γράφτηκαν στη Μικρά Ασία αρκετές δεκαετίες μετά το θάνατο του Παύλου, με εμφανή την προσπάθεια απομίμησης του παυλικού τρόπου γραφής. Οι ακαδημαϊκοί θεολόγοι θεωρούν ότι αυτές οι επιστολές γράφτηκαν στις αρχές του δεύτερου αιώνα, άρα πάνω από 40 χρόνια μετά το θάνατο του Παύλου (62 ή 67 μ.Χ.)

Δεν είναι τυχαίο δε ότι ακριβώς αυτές τις επιστολές επικαλούνταν διάφοροι βαθμοφόροι των πρώτων χριστιανικών αιώνων για να κατακεραυνώσουν τους «αιρετικούς», ενώ ακριβώς αυτοί οι αιρετικοί αμφισβητούσαν την εγκυρότητά τους, ο δε Μαρκίων εκ Σινώπης, μαθητής του Παύλου ο ίδιος, ήξερε και ποιος τις πλαστογράφησε. Επειδή πήγαινε όμως κόντρα στον επίσημο μηχανισμό, είχε αφοριστεί ως «αιρετικός».

Το δεύτερο και τρίτο αιώνα χαλκεύτηκαν όλο και περισσότερα κείμενα του Παύλου, με κύριο στόχο εκείνη την εποχή την καταπολέμηση του Μαρκιωντισμού. Όποτε δεν μπορούσε να απαντηθεί κάτι από τους ανθρώπους του μηχανισμού, παρουσιαζόταν μια επιστολή ή κάποιο σημείωμα που έδινε την επιθυμητή απάντηση. Έτσι χαλκεύτηκε και μία τρίτη επιστολή προς Κορινθίους, η οποία μετά από κάποιες δεκαετίες αποσύρθηκε, αφού είχε πετύχει τον επιθυμητό στόχο της αντιμετώπισης  κάποιων «αιρετικών».

Λυκοφιλία Πέτρου και Παύλου

Αυτά τα πλαστά κείμενα ήταν τους πρώτους αιώνες τα σημαντικότερα στις θεολογικές συζητήσεις των «πατέρων» της εκκλησίας. Οι Ειρηναίος, Τερτυλιανός, Κλήμης, Οριγένης κ.ά. χρησιμοποιούσαν μάλιστα τις πλαστές επιστολές του Παύλου ως αποκλειστικά έγκυρα κείμενα και χαρακτήριζαν πλαστά αυτά που θεωρούν σήμερα ως έγκυρα! Μύλος! Έτσι, μια φορά με τα μεν και μια φορά με τα άλλα κείμενα, συγκροτήθηκαν σταδιακά ένας μηχανισμός με μια θεωρία (θεολογία), η οποία άλλαζε κατά περίπτωση, φτάνει να μην χανόταν ο έλεγχος της εκκλησιαστικής εξουσίας και μειώνονταν οι εισπράξεις.

Ειδικά από τις πλαστές «ποιμαντικές επιστολές» του Παύλου «διάβαζαν» οι καλοθελητές κήρυκες της χριστιανικής αγάπης τις εντολές εξοντώσεως των «αιρετικών» και «απίστων» και αξιοποιήθηκαν όλους τους επόμενους αιώνες εναντίον αντιπάλων σε Ανατολή και Δύση, κατά τραγική ειρωνεία μάλιστα και εναντίον των λεγόμενων «Παυλικανών», μια ομάδα που θεωρούσε τον Παύλο ως ανώτατο φωστήρα της πίστης τους και όλους τους άλλους ασήμαντους. Όχι βέβαια ότι ο ίδιος ο Παύλος θα είχε αντίρρηση γι' αυτές τις εγκληματικές διώξεις! Όποτε του δόθηκε η ευκαιρία, εκδήλωσε το ήθος και τις προθέσεις του...

Εκτός των προαναφερομένων, η επιστολή «Προς Εφεσίους» θεωρείται από όλους τους ιστορικούς και θεολόγους μία «ευλαβική απάτη» - για το καλό μας! Πολλοί θεολόγοι θεωρούν επίσης πλαστές την επιστολή «Προς Κολασσαείς» και τη δεύτερη επιστολή «Προς Θεσσαλονικείς». Για την επιστολή «Προς Ιουδαίους» θεωρεί ο Τερτυλιανός ότι έχει γραφτεί από τον Βαρνάβα, άλλοι θεωρούν ότι την έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς και άλλοι κάποιους άλλους που έζησαν και μαγείρευαν τα θεολογικά θέματα εκείνη την εποχή.

Πέρα από τις χαλκεύσεις, υπάρχει μέχρι σήμερα και ένα πρόβλημα κατανόησης. Πολλά από τα γραφόμενα από τον Παύλο –λέμε τώρα-, είναι πολυσήμαντα, γι’ αυτό κατά καιρούς ερμηνεύονται διαφορετικά, μέχρι και με το ακριβώς αντίθετο από το σαφώς αναγραφόμενο. Είδαμε σε προηγούμενες αναρτήσεις ότι η απόλυτη υποταγή της γυναίκας ερμηνεύεται με θράσος  ως «απελευθέρωση της γυναίκας» και η εντολή για ομαλή συνέχιση της δουλείας ως «απελευθέρωση των δούλων»!

Ο συντάκτης της δεύτερης επιστολής του Πέτρου αναφέρει (3.16) ότι «μερικά πράγματα είναι δυσνόητα», χωρίς να κάνει προσπάθεια να τα ερμηνεύσει ο ίδιος αυθεντικά. Όποιος όμως, λέει ο συντάκτης, τα διαστρεβλώνει, θα καταστραφεί, μάλλον εννοεί ότι θα τιμωρηθεί από το θεό του. Αλλά αφού είναι δυσνόητα, σκέφτομαι εγώ, πώς να βρει ο απλός -και αμόρφωτος κατά κανόνα- αναγνώστης εκείνης και της σημερινής εποχής το σωστό νόημα; Θα ακούσει τι θα του πει ο κληρικός, άρα είναι αυταπόδεικτη η ανάγκη για παρουσία ενός παπά, ο οποίος πρέπει να ψωμίζεται από τους οβολούς του ποιμνίου… Πώς αλλιώς να ζήσει, αφού όλη την ημέρα μελετάει τις γραφές;

Εκτός άλλων, ο Αυγουστίνος έγραψε επίσης ότι πολλά από αυτά που «γράφει ο Παύλος» είναι τελείως ασαφή. Έτσι μπορούσε καθένας να δώσει την ερμηνεία που ταίριαζε στην εποχή του και στην περιοχή του, μια θρησκεία για κάθε χρήση… Ο δε Goethe που ασχολήθηκε επίσης επί μακρόν με τα χριστιανικά κείμενα και τελικά τα απέρριψε ως πλαστογραφημένα και άχρηστα, αποφάνθηκε ότι η χριστιανική θρησκεία στηρίζεται σε κείμενα που δεν βγάζουν νόημα σε καίρια σημεία τους…

Στη σημερινή εποχή έχουν καταλήξει οι θεολόγοι ότι, ο μοναδικός που κατάλαβε τον Παύλο ήταν ο μαθητής του Μαρκίων και ακριβώς αυτός χαρακτηρίστηκε και θεωρείται σήμερα ακόμα ως «αιρετικός».

Το σημαντικότερο στοιχείο που εισήγαγε σταδιακά ο Παύλος, από κείμενο σε κείμενο, όπως το διαμόρφωνε στο μυαλό του αντιμετωπίζοντας εκπροσώπους άλλων θρησκειών, ήταν η μετάβαση από κάποιον –πιθανόν υπαρκτό ή φανταστικό- άνθρωπο Ιησού σε έναν επινοημένο Χριστό, ένα μεσσία όπως τον προέβλεπαν οι γραφές (Π.Δ.) και όπως τον επιθυμούσαν οι χριστιανοί, ώστε να αντιπαρατεθούν με τους Έλληνες (ειδωλολάτρες) και τους Ιουδαίους. Με αυτή τη σταδιακή αγιοποίηση ενός ανθρώπου έγινε το βήμα από τη φυσική πραγματικότητα στη μεταφυσική, από κάποιον μαραγκό Ιησού στον ημίθεο Χριστό, από έναν ταλαιπωρημένο επαναστάτη που εκτελέστηκε, όπως πολλοί άλλοι, σε έναν υιό θεού, ο οποίος εκτελούσε μια θεϊκή αποστολή και αναστήθηκε.

Μετά, από αυτές τις μυθοπλασίες του Παύλου και βάσει αυτών, γράφτηκαν στη συνέχεια τα χριστιανικά ευαγγέλια, με τα οποία συμπληρώθηκαν και διακοσμήθηκαν οι φαντασιώσεις του Παύλου με «γεγονότα», κυρίως από ιστορίες που κυκλοφορούσαν ευρέως στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή και από βιογραφικά άλλων προσώπων και θεών.