12 February 2008

O ρόλος της Εκκλησίας

και τί δεν έκανε ο μακαρίτης Χριστόδουλος

Η πίστη και η θρησκευτική ελευθερία


(του Μιχ. Σταθόπουλου, το ΒΗΜΑ, 10/02/2008)

Το θρησκευτικό συναίσθημα και οι μεταφυσικές αγωνίες πάντοτε θα υπάρχουν σε (μεγαλύτερο ή μικρότερο) μέρος της κοινωνίας και μαζί τους θα υπάρχει και η θρησκεία (ή οι θρησκείες). Επομένως η θρησκευτική συνείδηση είναι άξια κάθε σεβασμού. Το ίδιο όμως άξια σεβασμού είναι και η θρησκευτική ελευθερία, που αποτελεί ένα από τα πιο θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Θρησκευτική ελευθερία σημαίνει ελευθερία του καθενός να ανήκει ή να μην ανήκει σε μια θρησκεία, να πιστεύει ή να μην πιστεύει ή να πιστεύει διαφορετικά, τελικά να μην ενοχλείται γι' αυτό που πιστεύει και που είναι δικό του προσωπικό ζήτημα.

Για την Ελληνορθόδοξη Εκκλησία με τη μακρά παράδοση, ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία, οι διαπιστώσεις αυτές σημαίνουν, πρώτον, ότι είναι σημαντική η αποστολή της, αφού στους κόλπους της ικανοποιούν τα θρησκευτικά τους συναισθήματα οι πιστοί της. Και, δεύτερον, ότι η όποια δράση της δεν θα πρέπει να εκφράζει έλλειψη σεβασμού για τη θρησκευτική ελευθερία και του τελευταίου πολίτη και της οποιασδήποτε μειονοτικής κοινότητας ή άλλης ομάδας που θέλει να σκέφτεται και να συμπεριφέρεται διαφορετικά.

Ειδικότερα η Εκκλησία και ιδίως, φυσικά, η εκκλησιαστική ηγεσία που την εκπροσωπεί θα πρέπει, μεταξύ άλλων:

  • Να ανοίγεται, βέβαια, στην κοινωνία, αλλά με εκκλησιαστικό λόγο, όχι με πολιτικό. Ο πρώτος μπορεί να λειτουργεί ενωτικά και να αυξάνει το κύρος της Εκκλησίας, ο δεύτερος είναι διχαστικός (όπως ήταν τα τελευταία δέκα χρόνια). Να μη διεκδικεί πολιτικές εξουσίες, εκκοσμικεύοντας τη θρησκεία. Οι ιεράρχες έχουν πνευματική και όχι «κοσμική» αποστολή.
  • Να είναι διαλλακτική και ανεκτική. Η αδιαλλαξία και η μισαλλοδοξία εκτρέφουν τον φανατισμό, τον ρατσισμό, τα μίση. Οι πρωτοβουλίες των εκπροσώπων της για τη διάδοση της διδασκαλίας και της λατρείας της ή για την ενίσχυση του θρησκευτικού φρονήματος των παθητικών ή αδιάφορων ή για άλλους λόγους μη ενεργών μελών του πληρώματός της δεν πρέπει να συνοδεύονται με έμμεσους εξαναγκασμούς ούτε με καταφρονητική ή απαξιωτική διάθεση για όσους δεν συμμερίζονται τις θέσεις τους (όπως γινόταν τα τελευταία δέκα χρόνια). Ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας σημαίνει σεβασμό της διαφορετικότητας. Ο χριστιανισμός είναι θρησκεία της αγάπης («Ο Θεός αγάπη εστίν», κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη), ιδίως απέναντι σε αυτούς που διαφωνούν. Και όποιος αγαπά δεν «περπερεύεται» και δεν «φυσιούται» (κατά τα λόγια του Απόστολου Παύλου), δηλαδή δεν κομπάζει και δεν φουσκώνει αλαζονικά.
  • Να συμφιλιώνει σε κάθε βήμα της τη θρησκεία με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η διακήρυξη του αποθανόντος Αρχιεπισκόπου «ή θα πιστεύετε στον Θεό και την Ορθοδοξία ή στα ανθρώπινα δικαιώματα» (που προφανώς έγινε επειδή η επίκληση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποδυναμώνει τελείως κάποιες θεοκρατικές απόψεις) έφερναν τη θρησκεία σε ανταγωνιστική αντιπαράθεση με τον σημερινό νομικό πολιτισμό, που εκφράζεται πρώτιστα με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
  • Να αποφεύγει μεγαλομανείς συμπεριφορές. Να δίνει πρώτη αυτή το παράδειγμα της σεμνότητας, αντί να υψώνει τον εαυτό της σε τιμητή των πάντων («ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»).
  • Να αποφεύγει τη δημαγωγία (αλλάζοντας μάλιστα πρόσωπο, ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται) και τις αφοριστικές αποστροφές. Ειλικρίνεια και συνέπεια είναι χαρακτηριστικά των πνευματικών ταγών. Να ασκεί μεν κριτική, αλλά χωρίς να κινδυνολογεί γενικόλογα και χωρίς να διεγείρει τους πολίτες εναντίον της πολιτειακής αρχής ή εναντίον εκείνων που θεωρεί αντιπάλους της. Να αποφεύγει τη ρήξη με την πολιτική εξουσία και με μεγάλο μέρος του λαού, εκείνο που ακολουθεί το πνεύμα του διαφωτισμού και την παράδοση ενός Ρήγα Φεραίου και ενός Αδαμάντιου Κοραή (που δεν είναι τυχαίο ότι οι ανδριάντες τους κοσμούν τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών).
  • Να αποφεύγει τις εθνικιστικές εξάρσεις και τα οράματα μιας Ελλάδας Ελλήνων Ορθοδόξων, κατά το πρότυπο της χούντας των Συνταγματαρχών που οραματίζονταν την Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών.
  • Να διαθέτει πολλές δυνάμεις της, πέρα από το καθαρώς εκκλησιαστικό (πνευματικό, κατηχητικό, λατρευτικό κ.λπ.) έργο της, και σε κοινωφελή έργα, τα οποία, εκτός από τη χρησιμότητά τους, θα της προσδώσουν περισσότερο κύρος και επιρροή.
  • Να συζητήσει, τέλος, με την Πολιτεία την καθιέρωση και στην πράξη (όχι μόνο στα λόγια) των διακριτών ρόλων Πολιτείας και Εκκλησίας, σε ένα σύστημα διάκρισης αρμοδιοτήτων, δηλαδή σύστημα μη ανάμειξης του ενός μέρους στις υποθέσεις του άλλου («απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»), που φυσικά δεν αποκλείει τη φιλική συνεργασία σε πολλά θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Ο μόλις εκλεγείς στον αρχιεπισκοπικό θρόνο (αφού συντάχθηκαν οι παραπάνω γραμμές) σεμνός και συνετός ιεράρχης κ. Ιερώνυμος πιστεύω ότι είναι σε θέση να εκπληρώσει τις παραπάνω προσδοκίες. Είναι άλλωστε αυτός που μιλούσε κριτικά για «εκκοσμίκευση» της Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια.

(Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι καθηγητής του Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης)