22 July 2007

Μύθοι και αλήθειες για τις φωτιές στα δάση II

(συνέχεια από προηγούμενο)

Ο αμελής ή ο κακοήθης δεν έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει φωτιά με ένα σπίρτο σε ένα υγιές πεύκο. Οι ξερές πευκοβελόνες όμως είναι άριστο προσάναμμα.

Παλαιότερα τα πευκοδάση ήταν ανυπολόγιστης αξίας για τους πληθυσμούς των κοντινών σε αυτά οικισμών. Το ξύλο του κορμού τους ήταν πολύτιμο στη ναυπηγική και στην ξυλουργική. Τα μικρότερα κλαδιά έδιναν τα καυσόξυλα, απαραίτητα για το μαγείρεμα και τη θέρμανση. Τα λεπτά κομμάτια ήταν το προσάναμμα, γνωστό στους παλαιότερους με το όνομα δαδί. Από τον πευκοφλοιό έβγαζαν το κατράμι, απαραίτητο στη ναυπηγική για τη στεγανοποίηση, και από τη ρητίνη άπειρα προϊόντα. Από την προσθήκη στη ρετσίνα ώς το γνωστό νέφτι και τις τεχνητές οδοντοστοιχίες.

Πρόσεχε το δάσος.


O ρητινοσυλλέκτης εκείνης της εποχής, που είχε συνήθως στην ιδιοκτησία του τα δένδρα (προσοχή, όχι το έδαφος!) έκτασης 20 στρεμμάτων δάσους, γνώριζε ότι η επιβίωσή του ήταν άμεσα στηριγμένη στην παρουσία των πεύκων. Τα φρόντιζε με επιμέλεια, πήγαινε από Απρίλιο ώς Οκτώβρ
ιο καθημερινά, καθάριζε το δάσος με προσοχή και έτρεχε -τόσο αυτός όσο και όλο το χωριό- ακόμη και με την υποψία πυρκαγιάς.

Τα χρόνια, όμως, περνούν. Τις ξυλόσομπες αντικατέστησαν τα καλοριφέρ, οι ηλεκτρικές θερμάστρες καθώς και εκείνες του πετρελαίου και υγραερίου, το μαγείρεμα δεν γίνεται πλέον με ξύλα αλλά με ηλεκτρισμό και υγραέριο. Για την αδιαβροχοποίηση των καϊκιών υπάρχουν νέες συνθετικές ουσίες που αντικατέστησαν το κατράμι και, τα προϊόντα που έπαιρναν από τη ρητίνη σήμερα, γίνονται συνθετικά. Οι παραδοσιακοί καραβομαραγκοί (που πήγαιναν στο δάσος και διάλεγαν ένα ένα τα πεύκα για το σκαρί που θα έχτιζαν) έμειναν ελάχιστοι, μια και το πλαστικό ως υλικό κυριαρχεί.

Όλος αυτός ο πληθυσμός που η επιβίωσή του ήταν άμεσα εξαρτημένη από το πευκόδασος ήταν και ο φυσικός του φύλακας και προστάτης. Ποιοι τους αντικατέστησαν;

Οι πευκοβελόνες.


Έστω ότι κάθε χειμώνα πάμε στο πευκόδασος και το κλαδεύουμε, απομακρύνοντας τα γέρικα -νεκρά συνήθως- κλαριά, και συγχρόνως «καθαρίζουμε» το έδαφός του από τις πευκοβελόνες. Μπορεί σε αυτή την περίπτωση να δράσει με ευκολία ένας εμπρηστής; Η απάντηση είναι σαφέστατα αρνητική. Τι νόημα έχει άραγε το κλάδεμα ενός δένδρου άλλο από την επαναφορά σε νεαρότερη ηλικία;

Δυστυχώς η πλειονότητα των δασών μας έχουν μετατραπεί σε «γηροκομεία», στα οποία η πιθανότητα εμφάνισης πυρκαγιάς μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο. Η συνεχής συσσώρευση ξύλων -δηλαδή καύσιμης ύλης- σε αυτά, δημιουργεί ακόμη ένα πρόβλημα, μια και με περισσότερα «καύσιμα» η ένταση της φωτιάς είναι ισχυρότερη και η δυνατότητα ελέγχου μικρότερη, οπότε οι καταστροφές γίνονται ανυπολόγιστες.

Οι «αυταναφλέξεις».


Παλαιότερα η «κατά κεφαλήν» παραγωγή σκουπιδιών ήταν πολύ μικρότερη, μια και τίποτε που ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί δεν πήγαινε χαμένο. Ήταν αδιανόητο πριν από μερικές δεκαετίες να πεταχτούν ακόμη και οι καρπουζόφλουδες, γιατί κομμένες σε μικρά κομμάτια ήταν τροφή για τις κότες και τις γίδες.

Σήμερα οι χωματερές μας είναι αναρίθμητες, χώρια οι σκουπιδότοποι που υπάρχουν σχεδόν παντού. Έτσι οι «αυταναφλέξεις» των σκουπιδότοπων και των σκουπιδιών είναι πραγματική μάστιγα.

Η κινητικότητα του σημερινού ανθρώπου είναι σημαντικά μεγαλύτερη απ΄ ό,τι στο παρελθόν. Έτσι η επαφή του, ακόμη και διασχίζοντας δρόμους δίπλα στο δάσος με τα πεύκα, είναι αυξημένη. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι που η κινητικότητά του υπεραυξάνεται και ο κίνδυνος της πυρκαγιάς είναι μεγαλύτερος. Αν τώρα προσθέσουμε και το γεγονός ότι ξερές πευκοβελόνες φθάνουν στις παρυφές του οδοστρώματος -και συχνά το γεμίζουν-, διαπιστώνουμε ότι τόσο ο αμελής που πετά το αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο, όσο και ο κακοήθης που στοχεύει στον εμπρησμό, έχουν αυξήσει κατακόρυφα την πιθανότητα πυρκαγιάς.

Παλαιότερα στην κλειστή κοινωνία του οικισμού δίπλα στο δάσος (γιατί να βάλει φωτιά ένας από μακριά; θα προλάβαινε τρέχοντας να φύγει;) οι κινήσεις των κατοίκων ήταν περιορισμένες, σχετικά γνωστές και η ταχύτητα μετακίνησης ιδιαίτερα μειωμένη. Όλα αυτά περιόριζαν τη δράση των εμπρηστών.

Ο Νίκος Μάργαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου και διευθυντής της ελληνικής έκδοσης του «Νational Geographic»
(συνεχίζεται)