14 June 2007

Η ύστερη Αρχαιότητα II

Ένα επίσης αξιομνημόνευτο έργο της ύστερης Αρχαιότητας, αν και δημιουργήθηκε, όπως και η Αγία Σοφία, τον 6ο αιώνα, είναι το Μαυσωλείο του Θεοδώριχου στη Ραβένα. Κατασκευάστηκε περί το έτος 520 από τον εκχριστιανισμένο Οστρογότθο ηγεμόνα Θεοδώριχο και προοριζόταν εξ υπαρχής για τον εαυτό του. Το κάτω τμήμα αυτού του κτηρίου είναι δεκαγωνικό και το πάνω κυκλικό, σκεπασμένο με ένα εντυπωσιακό ενιαίο μεγάλιθο που έχει διάμετρο περί τα 11m και πάχος περί τα 3m, ζυγίζει δε περίπου 300 τόνους! Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αυτός ο μεγάλιθος έχει μεταφερθεί στη Ραβέννα από την περιοχή της Ίστριας, τη σημερινή Κροατία, στην απέναντι πλευρά της Αδριατικής.

Ενώ είναι αναμφισβήτητο ότι ο σύγχρονος, ο λεγόμενος «ευρωπαϊκός» ή «δυτικός» πολιτισμός οφείλει πάμπολλα στην ελληνορωμαϊκή εποχή, όσον αφορά τους τομείς της τέχνης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής, ο ίδιος αυτός πολιτισμός έχει επηρεαστεί ελάχιστα ή καθόλου από την ελληνορωμαϊκή εποχή στον τομέα της τεχνικής.

Σήμερα τίθεται ακαδημαϊκά το ερώτημα, αν ήταν δυνατόν να αναπτύξουν οι Ρωμαίοι βιομηχανικό ή έστω προ-βριομηχανικό πνεύμα και να αρχίσει έτσι η «βιομηχανική επανάσταση», περίπου 1.500 πριν από την εποχή που πράγματι άρχισε. Οι μελετητές απαντούν σ' αυτό το ερώτημα αρνητικά γιατί, παρά τον αξιόλογο βαθμό εισαγωγής μηχανών στις κατασκευές, η ρωμαϊκή κοινωνία, όπως και πριν από αυτή η ελληνική, δεν είχε ενδιαφέρον για τα τεχνικά έργα και την παραγωγή.

  • Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε σαφείς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των τάξεων και οι «τεχνικοί» βρίσκονταν πολύ χαμηλά, μόλις πάνω από τους δούλους. Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας θεωρούσε, όπως προαναφέρθηκε, ότι εφευρέσεις και νεωτερισμοί είναι μεν ενδιαφέροντα πράγματα αλλά πρόκειται για δραστηριότητες «ευτελών δούλων». Η απουσία οποιασδήποτε επικοινωνίας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων έκανε απαγορευτικό κάθε προβληματισμό για βελτιώσεις και επεκτάσεις ήδη κεκτημένων γνώσεων.
  • Τα εργατικά χέρια των δούλων ήταν διαθέσιμα σε μεγάλο αριθμό, παρά τη μικρή παραγωγικότητά τους και γι' αυτό ούτε κατά φαντασία θα έκανε ένας Ρωμαίος επενδύσεις για να λιγοστέψει την εργασία των δούλων. Παράλληλα δε, αποκλειστικός προορισμός των επενδύσεων ήταν η αγορά γης. Η ιδέα για επένδυση σε μηχανήματα, έναντι κέρδους λόγω βελτιωμένης και μεγαλύτερης παραγωγής ήταν εκτός της αντιλήψεως της εποχής.
  • Δεν υπήρχε αγορά για μαζική διάθεση προϊόντων. Οι πλούσιοι Ρωμαίοι αγόραζαν κοσμήματα, σκεύη και εργαλεία που κατασκευάζονταν με ειδική παραγγελία, οι απλοί πολίτες δεν είχαν αξιόλογη κινητή περιουσία, η δημιουργία της οποίας θα μπορούσε να στηρίξει μια βιοτεχνία ή και βιομηχανία σε μεγαλύτερη κλίμακα.
  • Η πάγια αντιμετώπιση του κόσμου από τους Ρωμαίους, όπως και από τους Έλληνες, ήταν ότι η φύση πρέπει να γίνει σεβαστή, γιατί σ' αυτή κατοικούν οι θεοί, οι οποίοι εξοργίζονταν από αυθαίρετες παρεμβάσεις στη φυσική ροή των πραγμάτων. Αυτή η καταρχάς θετική αντιμετώπιση της φύσης, οδηγούσε όμως σε μια μοιρολατρεία η οποία, απ' τη μια μεριά απέτρεπε επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας, από την άλλη δε, όπου κάποιο έργο ήταν αναπότρεπτο, γινόντουσαν θυσίες και δωρεές για τον εξευμενισμό των θεών. Η βιομηχανική κοινωνία έγινε πολύ αργότερα δυνατή με το πέρασμα από τη θεοκρατική στη φυσιοκρατική αντίληψη, στηριγμένη στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού!
Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι, τόσο η διάχυτη πεποίθηση εκείνης της εποχής πως η παραγωγική και κατασκευαστική εργασία ήταν κατώτερη από την ενασχόληση π.χ. με τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, όσο και η έλλειψη ερεθισμάτων από την παραγωγή, αλλά κυρίως η απουσία πνευματικής και επιστημονικής δραστηριότητας στην ηγετική τάξη μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας, είχαν σε αδρές γραμμές δύο σημαντικότατες αρνητικές επιπτώσεις:
  1. Λόγω επικράτησης των στρατιωτικών έναντι των πολιτικών προτεραιοτήτων απεμπόλησε ο ρωμαϊκός κόσμος τη δυνατότητα να βελτιώσει ήδη τότε με τη βοήθεια της επιστήμης τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, όπως συνέβη αυτό, κάτω από άλλες προϋποθέσεις, μετά τον 18ο αιώνα.
  2. Εγκαταλείφθηκε όλος ο πλούτος γνώσεων της κλασικής Αρχαιότητας, ο οποίος πέρασε στη λήθη, λόγω υποβάθμισης των μεγάλων φιλοσοφικών σχολών, της στροφής των επικοινωνιών των ελληνικών πόλεων προς άλλες κατευθύνσεις και όχι πια μεταξύ τους, όπως γινόταν στην κλασική ελληνική εποχή και της διακοπής της προφορικής παράδοσης.
  3. Με τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου και τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων άρχισε μια αμφίδρομη πορεία, του ελληνικού πολιτισμού προς την Ανατολή και των μυστικιστικών, θεοκρατικών αντιλήψεων προς τη Δύση. Η θεοποίηση ήδη του Φιλίππου (13ος θεός) και του Αλέξανδρου («γιος» του 'Αμμωνος Διός), αλλά και όλων σχεδόν των μεταγενέστερων βασιλέων και τυράννων και στη συνέχεια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, των συγγενών και των παλλακίδων τους, ευτέλισαν την ελληνορωμαϊκή θρησκεία και ηθική και συμπαρέσυραν στην περιφρόνηση το σύνολο των ιδεών του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
  4. Με την εκδίωξη από την Αλεξάνδρεια (145 π.Χ. και ύστερα) των διανοουμένων Ελλήνων ή ελληνοφώνων υπό την πίεση των γηγενών στοιχείων, οι οποίοι διανοούμενοι είχαν αναπτύξει την επιστήμη της ελληνιστικής εποχής, δεν υπήρξε δυνατότητα υποκατάστασής τους με άλλους επιστήμονες, δεδομένου ότι οι λαοί αυτοί στην περιφέρεια τους ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού δεν είχαν παράδοση ανώτερης παιδείας, επιστημονικής αναζήτησης και φιλοσοφίας. Κάθε κενό που δημιουργείτο έμενε ακάλυπτο, γιατί δεν υπήρχε και ενδιαφέρον για συνέχιση της δραστηριότητας των επιστημόνων.
  5. Αυτή η γενικότερη σταδιακή πολιτισμική υποβάθμιση πολλών αιώνων, αφενός θρησκευτικός ευτελισμός και αφετέρου επιστημονική απαξίωση, αξιοποιήθηκε και ενισχύθηκε συστηματικά από τις ηγεσίες της νέας θρησκείας η οποία, επιβεβλημένη από τους Ρωμαίους στρατηγούς ως ενωτική δύναμη των ετερόκλητων εθνοτήτων και θρησκειών και υιοθετημένη ως όχημα ανόδου από τις μη ελληνικές εθνικές ομάδες της αυτοκρατορίας, βρήκε μπροστά της μόνο τα υπολείμματα ενός ανώτερου πολιτισμού, απέναντι στα υψηλά επιτεύγματα του οποίου τοποθετήθηκε εχθρικά και έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τον αποσιωπήσει ή να τον συκοφαντήσει και διαστρεβλώσει.