06 February 2007

1204 και Λατίνοι - μια νέα εθνική ιδεοληψία, μέρος II


Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ!

Βυζαντινή Αναγέννηση?

Οι σημαντικότερες μαρτυρίες του 10ου αιώνα προέρχονται από το «Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη» και από το «Επιστολάριον του ανωνύμου καθηγητή του Λονδίνου». Αν και το είδος αυτών των πηγών, από τις λίγες διαθέσιμες, δίνει μια εντύπωση για το πολιτισμικό επίπεδο της εποχής -δεν κατέγραφαν γεγονότα και ιδέες, δεν διέδιδαν τη γνώση, δεν διάβαζαν συγγράμματα-, δεν είναι άσκοπο να συναγάγουμε ως συμπεράσματα ότι το σχολείο στο Βυζάντιο συνεχίζει αυτή την εποχή να είναι ιδιωτικός θεσμός και η χρηματοδότησή του να γίνεται από τα δίδακτρα που καταβάλλουν οι μαθητές. Οι διδάσκοντες δεν έχουν φορολογική απαλλαγή, όπως παλαιότερα, και τα έσοδά τους είναι χαμηλά. Γι' αυτό ασκούν παράλληλα άλλα επαγγέλματα, όπως του αντιγραφέα χειρογράφων, του ψάλτη σε ναούς κ.ά.

Τον 11ο αιώνα έξι τουλάχιστον σχολεία σχετίζονται άμεσα με το Πατριαρχείο της Πόλης. Αν και η εκπαιδευτική πολιτική ασκείται από το κράτος, υφίσταται σύστημα εσωτερικής συνοχής μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας ώστε, αφενός να εξασφαλίζεται η αναπαραγωγή των απαραίτητων στελεχών για τη διοίκηση και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, αφετέρου να αποτρέπονται έγκαιρα παραφωνίες και παρεκκλίσεις, όπως συνέβη στην περίπτωση των Μιχαήλ Ψελλού και Ιωάννη Ιταλού. Ο Ψελλός δίδασκε, εκτός από Φιλοσοφία, άλλα έντεκα μαθήματα, ανάμεσά τους την τετρακτύ. Είχε τον τίτλο του «ύπατου φιλοσόφου» και εθεωρείτο «η ψυχή» της εκπαίδευσης, ήταν δε επίσης σύμβουλος του αυτοκράτορα. Παρ' όλα αυτά, υποχρεώθηκε να απαρνηθεί διάφορες φιλοσοφικές απόψεις του και να δηλώσει δημόσια ότι είναι «ορθόδοξος».

Ο ίδιος Ψελλός είχε όμως δημιουργήσει και μια νέα «επιστήμη», ίσως τη μοναδική νέα στο Βυζάντιο, τη Δαιμονολογία, όπου περιγράφονταν με επιστημονικοφανές ύφος όλες οι δεισιδαιμονίες που έχουν φτάσει μέχρι των ημερών μας – σίγουρα και άλλες πολλές που έχουν ξεχαστεί! Αυτός ο κλάδος γεννήθηκε στην ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, από τη μια με τις βαθιά ριζωμένες στο λαό και τους λόγιους θρησκευτικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες και από την άλλη με τις διαδιδόμενες από μοναχούς και λόγιους ιστορίες σχετικά με τη «φύση του σατανά και τις επιδράσεις του».

Η «πολυμορφική φύση των δαιμόνων» απαιτούσε τη συστηματική μελέτη τους με τελετουργίες και τεχνικές αναγνώρισης, εντοπισμού, εξορκισμού κλπ., κάτι σαν τη σύγχρονη αφρο-αμερικάνικη μαύρη μαγεία του «βουντού». Η δαιμονολογία μελετά οτιδήποτε έχει σχέση με τους δαίμονες και τα πνεύματα και αποτέλεσε προϊόν της ανάγκης των χριστιανών να εξερευνήσουν τη φύση του «εχθρού», ώστε να είναι δυνατή η «επιτυχής αντιμετώπισή του». Ο εισαγόμενος από τη Μέση Ανατολή στον ελληνόφωνο χώρο σατανάς αποτέλεσε έτσι αίτιο για δημιουργία δήθεν «επιστημονικών κλάδων», με τους οποίους ασχολήθηκαν επισταμένως διάφοροι βυζαντινοί λόγιοι.

Ο διάδοχος στο βαθμό του «ύπατου φιλοσόφου» και μαθητής του Ψελλού, Ιωάννης Ιταλός, γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία, απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, χαρακτηρίστηκε «ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, επειδή δίδασκε «αιρετικές αντιλήψεις». Προηγουμένως, είχε σωθεί ο Ιταλός, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. Τέτοιας αναγνώρισης έχαιρε ο «ύπατος φιλόσοφος» στην αναγεννησιακή ατμόσφαιρα του Βυζαντίου!

Οι ερευνητές υπολογίζουν από συναφή στοιχεία ότι, περί τα μέσα του 10ου αιώνα το σύνολο των μαθητών στην Κων/πολη δεν ξεπερνούσε τους 300 και αυτός ο αριθμός δεν φαίνεται να ήταν διαφορετικός έναν αιώνα πριν ή μετά. Από αυτό το μικρό αριθμό «μορφωμένων» και από το περιορισμένο πρόγραμμα σπουδών, από μια αναλαμπή του θεσμού της δουλείας κατά τον 9ο και 10ο αιώνα, όπως προκύπτει από δικαστικές αποφάσεις της εποχής (Πείρα) και από τον περιορισμένο αριθμό αξιόλογων λογίων, οι οποίοι σχεδόν αποκλειστικά ασχολήθηκαν με την υμνογραφία, ανθολογία πατερικών κειμένων και βιογραφίες πατριαρχών (εκεί έβρισκαν απασχόληση και μισθό οι εγγράμματοι!), αναρωτιέται ο αναγνώστης από πού προκύπτουν οι αναφορές σε ένα «πρώτο βυζαντινό ουμανισμό».

Οι μόνοι λόγιοι της μεσοβυζαντινής εποχής που ξεφεύγουν από τη μετριότητα είναι ο Λέων ο Μαθηματικός και ο πατριάρχης Φώτιος ο οποίος, πέρα από το βιβλιογραφικό του κατάλογο Μυριόβιβλος («Απογραφή και συναρίθμησις των αναγνωσμένων ημίν βιβλίων») και το Λεξικό του, έχει μείνει στην Ιστορία για τις πολιτικο-θρησκευτικές του ίντριγκες. Για τους υπόλοιπους ισχύει η εκτίμηση του Σ. Μιχόπουλου (C. Mango: «Βυζάντιο...») «...απλώς έγραφαν και διάβαζαν τα αρχαία αριστουργήματα... Έγραφαν στην ελληνική γλώσσα, ονόμαζαν όμως τους εαυτούς τους Ρωμαίους... Εκπροσωπούσαν μια κατάσταση πραγμάτων που απαρτιζόταν από ποικίλα συστατικά, εκ των οποίων το κυριότερο ήταν ο χριστιανικός βίος... Έφεραν μέσα τους πολλά, όχι όμως τον Ελληνισμό».

Ακόμα κι αν εξισώσουμε στην αξιολόγηση των πνευματικών προσόντων τον Λέοντα με τον Φώτιο (Χαζάρου εκ καταγωγής) καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, με δύο διανοούμενους οποιουδήποτε διαμετρήματος μέσα σε ένα ωκεανό μετριότητας, όχι «αναγέννηση» αλλά ούτε ένα δημοτικό σχολείο δεν μπορείς να θεμελιώσεις.

Ένας άλλος τρόπος για να εκτιμήσουμε κατά προσέγγιση τον όγκο του μορφωμένου λαού κατά τα βυζαντινά χρόνια είναι να εξετάσουμε τη λογοτεχνία από τον 4ο μέχρι το 15ο αιώνα. Η ελληνόγλωσση λογοτεχνία αυτών των 11-12 αιώνων εκτιμάται ότι μπορεί να συμπεριληφθεί συνολικά σε 2-3 χιλιάδες τόμους κανονικού μεγέθους. Για τη λογοτεχνία στις άλλες γλώσσες του ανατολικού κράτους, αρμενική, συριακή, καππαδοκική κ.ά., δεν υπάρχουν εκτιμήσεις, δεν φαίνεται να ήταν όμως ποσοτικά αξιόλογη. Αυτά λοιπόν τα λογοτεχνικά κείμενα στην ελληνική γλώσσα, όσα έχουν διασωθεί φυσικά, γράφτηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στην πρώιμη, μικρότερο στη μέση και πολύ μικρό στην ύστερη βυζαντινή περίοδο (C. Mango: «Βυζάντιο).

Ως προς το περιεχόμενο αυτών των συγγραμμάτων, το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα είναι θρησκευτικής φύσης (αγιολογία, κηρύγματα, λατρευτικά και υμνολογικά κείμενα, σχόλια στη Βίβλο και στα κείμενα των εκκλησιαστικών πατέρων κ.ά.) Το μη θρησκευτικό έργο που έχει διασωθεί είναι πολύ περιορισμένο· εκτιμάται ότι όλα τα ιστορικά έργα θα χωρούσαν σε περίπου 100 τόμους, τα λεξικά και άλλα συναφή έργα σε περίπου 200 τόμους και η μη θρησκευτική ποίηση σε περίπου 30 τόμους.

Από τα νούμερα που προηγήθηκαν συμπεραίνουμε ότι οι συζητήσεις και αρθρογραφίες, συχνά σε υπερβολικούς τόνους, για το επίπεδο της βυζαντινής λογοτεχνίας σε διάστημα 11-12 περίπου αιώνων έχει ως αντικείμενο μελέτης ένα πολύ μικρό αριθμό έργων. Βέβαια, η ποσότητα των παραγόμενων έργων δεν είναι ασύνδετη με την ύπαρξη ή μη αναγνωστικού κοινού. Ενώ, λοιπόν, στην εποχή του Ιουστινιανού τα έργα του Προκόπιου διαβάζονταν σχεδόν σε όλη την αυτοκρατορία, από τον 11ο αιώνα και μετά, το αναγνωστικό κοινό περιοριζόταν στους δημόσιους υπαλλήλους των αστικών κέντρων.

Με αυτές τις ποσοτικές και ποιοτικές εκτιμήσεις, αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι το μορφωτικό επίπεδο του ελληνόφωνου χώρου πρέπει να βρίσκεται κατά τον 11ο αιώνα πολύ χαμηλότερα από εκείνο της ύστερης Αρχαιότητας και δεν συνέβη τίποτα για να ανεβεί αυτό το επίπεδο στους μετέπειτα αιώνες. Στο Βυζάντιο είχε απονεκρωθεί σταδιακά, μέχρι τις δεκαετίες της μέσης εποχής του Μεσαίωνα, κάθε ζήλος και κάθε κίνητρο προόδου και η δημιουργική πνευματική ζωή είχε περιπέσει σε κατάσταση «μαλθακότητας και ραστώνης», όπως εκτιμά ο Παν. Κανελλόπουλος.

Όταν κατέλαβαν οι Λατίνοι την Κων/πολη το έτος 1204, οπότε λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν διάφορες βιβλιοθήκες της Πόλης, ζητήθηκε από τον πάπα να επιτραπεί η ίδρυση εκεί ενός Λατινικού Πανεπιστημίου. Ο πάπας δεν μπόρεσε όμως να εγκρίνει το αίτημα, γιατί διαφώνησε στην ιδέα, λόγω του αναμενόμενου ανταγωνισμού, το πανεπιστήμιο των Παρισίων. Αυτό δεν σημαίνει υποχρεωτικά ότι θα προέκυπτε κάποια βελτίωση στο πολιτισμικό επίπεδο, αλλά και δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί ως πιθανότητα!

Από τη μέχρι τώρα περιγραφή, αναρωτιέται ο αναγνώστης, ποια θα μπορούσε να είναι η «πρώτη βυζαντινή Αναγέννηση» ή «ο πρώτος βυζαντινός Ουμανισμός» και άλλα σχετικά που προβάλλουν κάποιοι συγγραφείς. Προφανέστατα δεν υπήρχε επαρκής πολιτισμική «μάζα» για να προκαλέσει αυτή τη θρυλούμενη «Αναγέννηση» -την οποία θα βρουν μπροστά τους και θα υποβαθμίσουν με τις καταστροφές και λεηλασίες τους οι Λατίνοι- κάτι που ισχυρίζονται σήμερα εμβριθώς κάποιοι συγγραφείς οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο σχετικό άρθρο, αποβλέπουν στη δημιουργία μιας νέας μυθοπλασίας περί αδυναμίας του Ελληνισμού να αναστηθεί, λόγω «δυτικών» παρεμβάσεων.

Περισσότερο πιθανό φαίνεται ότι τα περί «Αναγέννησης» είναι υπερβολές και επινοήσεις νεότερων ιστορικών που ενδιαφέρονταν, με γνώση των ύστερων εξελίξεων σε Ανατολή και Δύση, να προσδώσουν μια αίγλη στη βυζαντινή εποχή (Α. Μαρκόπουλου: «Οργάνωση του σχολείου στο Βυζάντιο», στον τόμο πρακτικών συνεδρίου «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο»).

Στην πορεία του, μετά την ανακατάληψη της Πόλης από τους εκ Παφλαγονίας Παλαιολόγους, βρισκόταν το συρρικνωμένο βυζαντινό κράτος σε διαρκή ταλάντευση μεταξύ οριστικής διάλυσης και υποδούλωσης, λόγω των εκρηκτικών πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων του (βλέπε και επόμενο άρθρο). Μέχρι την οριστική κατάλυση του κρατικού υπολείμματος, στα μέσα του 15ου αιώνα, γίνονται κάποιες αποσπασματικές προσπάθειες για ανασυγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος.

Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος αποφασίζει ήδη το 1261 να ανοικοδομήσει «ένα άρτιο εκπαιδευτικό σύστημα», το οποίο θα εξασφάλιζε τη στελέχωση του κράτους με αξιόλογους αξιωματούχους. Αυτό το έργο ανατέθηκε στον κων/πολίτη διανοούμενο, θεολόγο και ιστορικό, Γεώργιο Ακροπολίτη (1217-1282), ο οποίος προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το Πανδιδακτήριο της Πόλης, αλλά πέραν αυτού δεν φαίνεται να έγινε τίποτα. Κάποια εμφανής βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έχει καταγραφεί, κρίνοντας από τις νομικές σπουδές, οι οποίες πέρασαν ολοκληρωτικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Από συναφείς αναφορές συμπεραίνεται δε ότι, στο δεύτερο μέρος του 14ου αιώνα, εκατό χρόνια μετά την ανασύσταση του βυζαντινού κράτους, δεν είναι διαθέσιμα στους δικαστικού κύκλους ούτε τα κείμενα των νόμων και οι εκδικάσεις γίνονταν με ό,τι βοηθήματα διέθετε τυχαία κάθε δικαστής (Σπ. Τρωιάνου: «Το Δίκαιο πριν από την Άλωση, ΙΣΤΟΡΙΚΑ). Διάφοροι νομομαθείς συντάσσουν κατόπιν αυτού με δική τους πρωτοβουλία κώδικες (Σύνταγμα κατά στοιχείον, Εξάβιβλος, Μικρή σύνοψη, Αυξημένο πρόχειρο κ.ά.), οι οποίοι και στηρίζουν το έργο της Δικαιοσύνης. Αυτή η παρακμή δεν αποτελεί, φυσικά, ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά συνοδεύεται από συνολική υποβάθμιση του δικαστικού συστήματος και από διαφθορά των προσώπων που στελεχώνουν αυτό το θεσμό. Έτσι μέχρι και τις αρχές του 15ου αιώνα κυκλοφορούν καταγγελίες για χρηματισμούς, σε μερικές δε περιπτώσεις υπάρχουν και καταδίκες χρηματιζόμενων δικαστών.

Όμως, ήδη από τον 11ο αιώνα έχει παραχωρηθεί σε ανώτερους κληρικούς η αρμοδιότητα για εκδίκαση δικαστικών υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Αυτή η συμμετοχή του κλήρου και του εκκλησιαστικού μηχανισμού γενικότερα επεκτείνεται σταδιακά κατά το 14ο και 15ο αιώνα στο αστικό, το ενοχικό και σε μερικές περιπτώσεις στο εμπορικό δίκαιο (Τρωιάνου: «Το Δίκαιο... »).

Η απουσία συστηματικής εκπαίδευσης των νομομαθών οδηγεί λοιπόν στην άλωση της δικαστικής λειτουργίας από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό ο οποίος, σε συσχετισμό και με τα φαινόμενα διαφθοράς που προαναφέρθηκαν, προφανέστατα λειτουργούσε υπέρ των εκκλησιαστικών συμφερόντων, κυρίως όσον αφορά ιδιοκτησιακά θέματα.

Θεμελιώδης αιτία της διογκούμενης παρακμής της κοινωνίας του ύστερου Βυζαντίου ήταν η εμμονή στις θεόπληκτες ιδέες και η αδυναμία των ηγετών και των λογίων για προσωπική και κοινωνική αυτο-εκτίμηση και αξιολόγηση. Η παρουσία μεμονωμένων διανοουμένων (λογίων) σε μια κοινωνία και εποχή, όσο σημαντικοί κι αν είναι αυτοί, δεν εξασφαλίζει αυτόματα την ύπαρξη αξιόλογου πολιτισμικού επιπέδου σ' αυτή την κοινωνία, την καθιστά όμως υπεύθυνη εφόσον δεν αποδειχθεί ικανή να αξιοποιήσει το έργο των λογίων της και να το μετουσιώσει σε πολιτισμό.

Οι όποιες συνειδητές προσπάθειες έγιναν στο ύστερο Βυζάντιο για ανύψωση του χαμηλού μορφωτικού και πολιτισμικού επιπέδου, την ίδια εποχή που στη Δύση είχαν γίνει τα νέα πανεπιστήμια θεσμός και είχε αρχίσει εκεί να εξελίσσεται η Αναγέννηση τεχνών και επιστημών, ήταν λοιπόν εκ προοιμίου θνησιγενείς, πέρα από τις αναλαμπές μεμονωμένων ιδιοφυών ανθρώπων, οι οποίοι δεν λείπουν από καμιά εποχή και καμιά κοινωνία. Αυτοί οι ιδιοφυείς άνθρωποι μελέτησαν, συνέγραψαν και δίδαξαν αλλά ήταν νησίδες σε ένα ωκεανό αμάθειας και θρησκοληψίας, ο οποίος αργά αλλά σίγουρα κάλυπτε τα πάντα. Δεν επαρκούσαν οι λόγιοι αριθμητικά και ποιοτικά για να αποτελέσουν την κρίσιμη μάζα για μια «αναγέννηση».
Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ!
(Stelios Frangopoulos, Στέλιος Φραγκόπουλος)