02 December 2006

Βυζαντινοί και αραβικοί μηχανισμοί

Σχετικά πρόσφατα, το έτος 1983, εντοπίστηκε από το Βρετανικό Μουσείο ένας μηχανισμός από τον 5ο ή 6ο αιώνα μ.Χ., με προέλευση από τον «ελληνόφωνο χώρο» του Βυζαντίου ή από ελληνόφωνους τεχνικούς και επιστήμονες, ο οποίος αποτελεί φορητό ρολόι/ημερολόγιο. Πρόκειται για ένα μηχανισμό σημαντικά απλούστερο από εκείνο των Αντικυθήρων, ο οποίος είχε κατασκευαστεί περί τά 600 χρόνια νωρίτερα, κατά την ελληνιστική εποχή. Ο μηχανισμός αυτός φέρει επάνω του χαραγμένα σε ελληνική γλώσσα τα τοπωνύμια των γνωστών πόλεων τη βυζαντινής εποχής, τα γεωγραφικά πλάτη αυτών των πόλεων, συντομογραφίες για τα ονόματα των μηνών του ιουλιανού ημερολογίου, τα ονόματα ημερών κ.ά. Υπάρχουν επίσης αριθμήσεις από Α' μέχρι ΚΘ' (1-29) και από Α' μέχρι Λ' (1-30).



Ο Άγγλος ερευνητής M.T.Wright (Ράιτ, περιοδικό Αρχαιολογία, τ. 96) μελέτησε αυτό το μηχανισμό και παρουσίασε μια ανακατασκευή του, αξιοποιώντας και πληροφορίες από συγγράμματα του Πέρση φιλόσοφου, μαθηματικού και αστρονόμου, Αλ Μπιρουνί (Abu-Reyhan Birouni, 973-1048), ο οποίος περιγράφει όμοιους μηχανισμούς με γρανάζια. Ο Μπιρουνί δεν φαίνεται να γνωρίζει τους κατασκευαστές των πρωτότυπων μηχανισμών που περιγράφει ο ίδιος και πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί ανήκουν σε μια ελληνόφερτη παράδοση που χάνεται στο παρελθόν.


Σήμερα εικάζουμε ότι οι μηχανισμοί ήταν οι τελευταίοι μιας ελληνικής και ελληνιστικής παράδοσης, η οποία είχε αρχίσει να εξαφανίζεται, πιθανότητα από έλλειψη ζήτησης και λόγω της γενικότερης πολιτισμικής υποβάθμισης στο βυζαντινό χώρο. Υπολείμματα αυτής της κατασκευαστικής παράδοσης διασώθηκαν και μελετήθηκαν στον αραβο-περσικό χώρο, από τον οποίο επέστρεψαν
κατά στους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας πάλι στην Ευρώπη - όχι όμως πια στην παρακμάζουσα Ανατολή (Βυζάντιο), αλλά στην πολιτισμικά ανερχόμενη Δύση. Σ' αυτή τη μεταφορά γνώσεων είναι πιθανό να έπαιξαν ρόλο οι δυτικές σταυροφορίες στην Εγγύς Ανατολή. Τα στρατεύματα συνοδεύονταν από κληρικούς (για εκχριστιανισμό όσων Μωαμεθανών επιζούσαν) και από φυσιοδίφες, οι οποίοι εξερευνούσαν την παροιμιώδη «παραμυθένια» Ανατολή.

Άλλα ιστορικά στοιχεία που ενδιαφέρουν στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης σχετίζονται με περιγραφές για ανεξήγητο, με τα διαθέσιμα στοιχεία, ξαφνικό πλούτο στα ανάκτορα επί βασιλείας Θεοφίλου, από τη δυναστεία των Ισαύρων, στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα. Ο πατέρας του Θεόφιλου, αυτοκράτωρ Μιχαήλ Β', έκανε μεν αυστηρή οικονομική διαχείριση, αλλά δεν είναι δυνατόν να άφησε στο διάδοχό του τέτοιο πλούτο, τον οποίο διαχειριζόταν ο Θεόφιλος από το έτος 829 που ανέβηκε στο θρόνο, αφού διετέλεσε ήδη επί οκτώ χρόνια συναυτοκράτωρ με τον πατέρα του. Μέχρι το έτος 842 που διήρκεσε η βασιλεία του, ανακαινίστηκαν με τεράστια έξοδα τα ανάκτορα στην Πόλη που είχαν κτιστεί επί Κων/νου Α' και είχαν ανακαινιστεί και επεκταθεί επί Ιουστινιανού Α'. Διατυπώνονται υποθέσεις ότι ο πλούτος αυτός προήλθε από νέα χρυσωρυχεία στην Αρμενία, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος επιβεβαίωσης των πληροφοριών.

Στο λεγόμενο «Παλάτι της Μαγναύρας» εγκατέστησε ο Θεόφιλος «μηχανικές κατασκευές», με εντυπωσιακά διακοσμητικά και λειτουργικά στοιχεία. (Norwich J.: «Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου», εκδ. «Γκοβόστης», Αθήνα 1999). Σε περιγραφές πρεσβευτών αναφέρεται ότι, ο αυτοκρατορικός θρόνος στη Μαγναύρα βρισκόταν στη σκιά ενός ολόχρυσου πλάτανου, τα κλαδιά του οποίου ήταν γεμάτα από μηχανικά πουλιά, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Αυτά τα πουλιά κελαηδούσαν και έδιναν στον παρατηρητή την εντύπωση ότι πηδάνε από τον πλάτανο στο θρόνο και πάλι πίσω. Γύρω δε από τον κορμό του πλάτανου υπήρχαν ολόχρυσοι γρύπες και λιοντάρια που βρυχιόνταν. Με ένα νεύμα του αυτοκράτορα έμοιαζαν τα τεχνητά ζώα να «ζωντανεύουν» και να προκαλούν ήχους, συνοδευόμενα από μουσική οργάνων. Με ένα δεύτερο νεύμα ακολουθούσε σιωπή! Την ώρα που οι επισκέπτες αποχωρούσαν, άρχιζαν πάλι οι κινήσεις των ζώων, οι βρυχηθμοί των αρπακτικών και τα κελαηδήματα των πτηνών.

Ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμόνας, περιγράφει σε αναφορά του, μετά την πρώτη διπλωματική αποστολή του στην Κων/πολη, τους μηχανισμούς στο παλάτι της Μαγναύρας, μεταξύ άλλων, ως εξής: «
Παρόλο που με την άφιξή μου τα δύο λιοντάρια βρυχήθηκαν και τα πουλιά κελάηδησαν, το καθένα ανάλογα με το είδος του, δεν με κατέλαβε φόβος ούτε θαυμασμός, διότι μου τα είχε προαναγγείλει κάποιος... Ξάπλωσα μπρούμυτα τρεις φορές και προσκύνησα τον αυτοκράτορα. Σήκωσα μετά το κεφάλι μου κι εκείνος που είχα δει πριν να κάθεται λίγο υπερυψωμένα από το δάπεδο, φάνηκε τώρα να φορά άλλα ρούχα και να βρίσκεται κοντά στο ταβάνι. Δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς συνέβη αυτό, παρά μόνο πως τον ανύψωσε μέχρι εκεί κάποιο εργαλείο» («Λιουτπράνδος της Κρεμόνας, Πρεσβεία στην Κων/πολη του Νικηφόρου Φωκά», εκδόσεις «Στοχαστής», Αθήνα 1997-98.)


Αν όλα αυτά δεν οφείλονται σε υπερβολές ευφάνταστων επισκεπτών, είναι πιθανόν να ευσταθούν οι πληροφορίες ότι κατασκευαστής τους ήταν ο Λέων ο Μαθηματικός από τη Θεσσαλία, ο οποίος χρησιμοποιούσε ως κινητήρια δύναμη «συμπιεσμένο αέρα». Με αυτή την έννοια οι μηχανικές κατασκευές στα ανάκτορα ήταν «αυτόματα», ανάλογα με εκείνα της ελληνιστικής εποχής. Κατά μία άλλη εκδοχή, τα αυτόματα που περιγράφηκαν βρίσκονταν στα ανάκτορα του Βρύαντα, στην ασιατική ακτή της Κων/πολης, τα οποία είχαν κατασκευαστεί από Άραβες τεχνικούς με αραβική τεχνοτροπία. Έτσι εικάζεται ότι και οι μηχανισμοί που περιγράφει ο Λιουτπράνδος μπορεί να είχαν αραβική προέλευση και αποτελούσαν καταρχάς μέρος της συγκρότησης του ανακτόρου, στη συνέχεια δε επεκτάθηκαν ή μεταφέρθηκαν στα ανάκτορα της Μαγναύρας (Κ.Κανάβας: Θαυμαστές μηχανές από την Ανατολή, στο τ. 96 του περιοδικού «Αρχαιολογία»).

Οι Άραβες επιστήμονες και τεχνικοί δεν παρουσιάζονται στο προσκήνιο εκ του μηδενός! Η αραβο-ισλαμική κυριαρχία είχε απλωθεί από τον 8ο μ.Χ. αιώνα, στηριζόμενη στο νεανικό μουσουλμανικό ενθουσιασμό, από το σημερινό Αφγανιστάν και τη Βαγδάτη μέχρι την Ισπανία. Σπουδαίοι μουσουλμάνοι δάσκαλοι εκείνης της εποχής και μερικούς αιώνες αργότερα, όπως ο Αλ Φαραμπί το 10ο, ο Αβικένας και ο Αλ Μπιρουνί τον 11ο, ο Αβερρόης και ο Αλ Γκαζάλι το 12ο, ο Αλ Σατίμπι το 13ο και ο Ιμπν Χαλντούν το 14ο αιώνα, ανέπτυξαν τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την αρχιτεκτονική, τη νομική, την ιατρική, στηριζόμενοι σε μεταφράσεις κειμένων του Αριστοτέλη. Ακόμα, έθεσαν τα θεμέλια της ανάπτυξης του σύγχρονου κράτους με ορθολογικές μεθόδους καταγραφής και προγραμματισμού.

Όποια κι αν ήταν η προέλευσή των αυτόματων του αυτοκρατορικού παλατιού στην Πόλη, γεγονός είναι ότι αυτές οι επινοήσεις και κατασκευές που φαίνεται να είχαν ως αποκλειστικό στόχο την ψυχαγωγία και τον εντυπωσιασμό, δεν αποτυπώθηκαν σε γραπτά που έχουν διασωθεί αλλά επίσης, πολύ σημαντικότερο, δεν είχαν καμιά συνέχεια στην επιστήμη και την τεχνολογία του Βυζαντίου. Η παραγωγική υποδομή της εποχής στηριζόταν σε δουλοπάροικους και άλλους εξαρτημένους εργάτες και δεν υπήρχε ποτέ κάποια σκέψη να βελτιωθεί ή υποστηριχθεί η χειρονακτική δουλειά τους με κάποιους από αυτούς τους αυτοματισμούς, όπως συνέβη κατά τη βιομηχανική επανάσταση, μερικούς αιώνες αργότερα.
(Stelios Frangopoulos Στέλιος Φραγκόπουλος)

Από την «Ιστορία της Τεχνολογίας»