02 September 2006

Τούμπα είν' ο Ζουγανέλης

... ...
Ο Γιάννης Ζουγανέλης, που μας αποχαιρέτησε πρόσφατα, ήταν σπουδαίος μουσικός. Ανέδειξε την τούμπα, αυτό το σχεδόν περιθωριακό πνευστό της ορχήστρας -ογκώδες, υπερβολικό, ο κωμικός εταίρος της μπάντας- σε όργανο με υψηλές σολιστικές διεκδικήσεις. Επαιξε πολύ και με πολλούς, ενέπνευσε, με τη μουσική του προσωπικότητα, τους Ελληνες συνθέτες να γράψουν κοντσέρτα για τούμπα, πλουτίζοντας έτσι το σχετικό ρεπερτόριο, συνεργάστηκε -με εκείνη τη σπάνια ευγένεια και την καλοπροαίρετη δοτικότητα που τον χαρακτήριζαν- με πλήθος ομοτέχνων του. 

Και μαζί, έγραψε πολύ -εκατοντάδες οι συνεισφορές του στο περιοδικό «Πλανόδιο» του Γιάννη Πατίλη ή στα παλιότερα «Κριτική και κείμενα» και «Νήσος, μουσική και ποίηση», στα οποία ήταν συνεκδότης με τους Χ. Βρόντο, Ν. Σοφιανό και Γ. Πατίλη. Οι αυτοβιογραφικές του σελίδες, όμως, που κυκλοφόρησαν πρώτα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» με τίτλο «Ο ήχος της σάλπιγγος» και πρόσφατα επανεκδόθηκαν από τον Γαβριηλίδη σε δύο τόμους («Με δυο απλές γραμμές» και «Οι τόποι είναι ήχοι»), είναι η σπουδαία του κατάθεση: ένα ανεκτίμητο απόθεμα νεοελληνικής αυτογνωσίας.

Γενικό πλαίσιο, το μεταπολεμικό τοπίο: στέρηση, ανασφάλεια, άγνοια, ανάγκη· εξαντλητική βιοπάλη, που καταφέρνει, ωστόσο, να φωτίζεται από τη μεσογειακή ηδύτητα· σπίτια που επιδεικνύουν tubaτα σπλάχνα τους, γειτονιές που λειτουργούν σαν μεγάλες αυλές, όπου το ιδιωτικό συρρικνώνεται και μυστικά δεν υπάρχουν· άνθρωποι που ζουν μέρα με τη μέρα, ευάλωτοι στην πίεση του βιώματος· παιδιά παραμελημένα, παρατημένα, κι όμως αγαπημένα. Σ' αυτό το περιβάλλον μεγαλώνει ο μικρός Γιάννης: τον φανταζόμαστε να διασχίζει τη σκηνή με την αστραφτερή του τούμπα στηριγμένη στη μασχάλη, σαν σε μοναχική παρέλαση, ενώ πίσω του το σκηνικό του βάθους αλλάζει διαρκώς. 

Από το «Αναμορφωτικόν Κατάστημα Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Αρρένων Κορυδαλλού», όπου πέρασε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια (και όπου συναντήθηκε με το όργανο που θα γινόταν προέκταση του εαυτού του), ώς τις αίθουσες του Ωδείου και τους συναυλιακούς χώρους, ο Ζουγανέλης διαβαίνει περήφανος, ένα αιώνιο παιδί σε συνεχή αναζήτηση· και στην πορεία του αυτή, μέσα από αδιάκοπη αυτοπαρατήρηση και αυτοβελτίωση, ενσαρκώνει και αντανακλά συναρπαστικά τις μεταμορφώσεις του σύγχρονου ελληνικού βίου, την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική μετάλλαξη του τόπου μας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Από το παρελθόν, το οποίο ανακαλεί χωρίς ίχνος νοσταλγίας και μελοδραματισμού, ο Ζουγανέλης κρατά την ευγένεια, τη σεμνότητα, μια εξαιρετική αίσθηση του μέτρου και μαζί απλότητα και συστολή πρωτοφανή για έναν καλλιτέχνη της αξίας του: αυτό το γνήσιο παιδί της φτώχειας, που πορεύτηκε σχεδόν ψηλαφητά στη ζωή με μοναδική προίκα το χάρισμά του, ούτε στιγμή δεν επαίρεται για τις επιτυχίες του, έκπληκτος, λες, κι αυτός, για το δώρο που αξιώθηκε· ο μόχθος που επένδυσε, τα χρόνια της δουλειάς, αυτονοήτως λογίζονται ως η στοιχειώδης ανταπόδοση. Με την ίδια φυσικότητα και μετριοπάθεια, εξάλλου, διαχειρίζεται και το άλλο χάρισμά του, τη λογοτεχνική δωρεά. Εκμυστηρεύεται με απλότητα όσα έζησε, για να γίνει, ίσως και άθελά του, ένας από τους πιο λεπταίσθητους ανθολόγους του ταπεινού, οξυδερκής χρονογράφος της λαϊκότητας.

Μια Οδύσσεια αυτοανακάλυψης αποτυπώνουν τα βιβλία του Γιάννη Ζουγανέλη. Εναν ηρωισμό χωρίς φανφάρες· μια σοφία χωρίς σοβαροφάνεια· πείσμα παιδικό, ονειροπολήσεις εφήβου, σταθερή οδοιπορία αυτογνωσία, και μια κορύφωση πολλαπλά δημιουργική, που χάρισε, σε όσους τον άκουσαν, αλλά κυρίως σε όσους τον γνώρισαν, την ευλογία του συναπαντήματος μ' έναν άνθρωπο σπάνιο.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ένθετο της Ελευθεροτυπίας, 1/9/2006

Στέλιος Φραγκόπουλος)